Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505 εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· «Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. αλλ' άμετρην διώρισε λύπηνεμένα η μοίρα. όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, 'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, ενώτων δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520 και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525 το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530 άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαιςτο μέγαρο, και ο αετός σηκώθητον αιθέρα· 540 κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· γύρισε αυτός κ' εκάθισετην κορυφή της σκέπης, και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545θάρρεψε, ω κόρη του γνωστούτον κόσμον Ικαρίου, όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550 αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· και όπως τα μάτια γύρισατο σπίτ' είδα ταις χήναις 'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρωτην λεκάνη».

Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, 370 χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν. κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφούτα χέρια πήραν, κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης, ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη, το σώμα οπίσω γέρνοντας• ο δεύτερος πετιόνταν, 375 και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση. και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα, χορόν κατόπιν άρχισαντην γην την πολυθρέπτρα, συχνά ξαλλάζοντας• και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. 380

Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε• και ότετους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους, εις ταις καθήκλαις έστρωσαν καιτα θρονιά χλαμύδαις• κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 180 μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν.

Τότ' είπε του Πηλέα ο γιος βαριά αγαναχτισμένος «Ξάνθο, θανάτους μη μηνάς, καιρός δεν είναι τώρα. 420 Ναί, ξέρω αφτό κι' εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μα κι' έτσι εγώ δε φέβγω, πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσωΕίπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας.

Το ίδιον κ' οι άνδρες. — Λοιπόν και σεις, απ' τον σωρόν αν σας χωρίζη κάτι, εάντην ανθρωπότητα οι έσχατοι δεν είσθε, ειπήτε μου το·τότ' εγώ θα σας ξεμυστερεύσω πράγμα, που αν εκτελεσθή, θα φάγη τον εχθρόν σας, και σας εις την καρδίαν μου θα σας αλυσσοδέση κ' εις την αγάπην μου, — εμού, που η ζωή του είναι αρρώστια μου, κ' υγεία μου θα ήν' ο θάνατός του !

Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με την ψυχή στο στόμα «Τώρα καμάρωνε, Έχτορα, όσο μπορείς, τι ο Δίας νίκη κι' ο Φοίβος σούδωκαν που μ' έσφαξαν εμένα· 845 τι σαν κι' εσένα κι' είκοσι να θε μου βγουν, εδώ όλοι 847 θάτρωγαν χώμα, απ' το γερό χαλκό μου καρφωμένοι.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κύριέ μου, έχω να σου ειπώ νεώτερα. ΑΜΛΕΤΟΣ Κύριέ μου, έχω να σου ειπώ νεώτερα. Όταν ο Ρώ- σκιος ήταν ηθοποιός εις την Ρώμην, — ΠΟΛΩΝΙΟΣ Οι ηθοποιοί ήλθαν εδώ, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Μπάα! Μπάα! ΠΟΛΩΝΙΟΣ Εις την τιμήν μου, Κύριε, — ΑΜΛΕΤΟΣ Τότ' ήλθε κάθε ηθοποιόςτον γάιδαρόν του.

Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοιτον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδούτα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισεταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τιτον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλάτην πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».

Τότ' άξαφνα πήγε στ' αφτιά του ο ήχος, κι' απ' την καλύβα βγαίνει εφτύς και τους μιλάει διο λόγια 140 «Τί, ορέ, έτσι μέσα στο στρατό γυρνάτε, ομπρός στα πλοία, με τα βαθιά μεσάνυχτα; πια ανάγκη σφίγγει τόσο

την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν