United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσην δε ποικιλίαν και τόσον πολλά είδη έχει το αγαθόν, ώστε και εις το παράδειγμα τούτο το έλαιον διά τα έξωθεν μέρη του σώματος είναι εις τον άνθρωπον αγαθόν, διά δε τα έσωθεν αυτό το ίδιον είναι κάκιστον· και διά τούτο όλοι οι ιατροί παραγγέλλουν εις τους ασθενείς να μη μεταχειρίζονται έλαιον, μόνον δε όσον το δυνατόν ολίγον εις εκείνα τα οποία πρόκειται να φάγουν, και μόνον όσον χρειάζεται διά τας αισθήσεις της οσφρήσεως, η οποία γίνεται με τους ρώθωνας διά να κατασβέσουν την κακήν μυρωδίαν που έχουν τα τρωγόμενα κρέατα.

Και τον καιρόν που αυτός επλησίαζε με την ζωοτροφίαν εις το στράτευμά του φανερώνεται έμπροσθέν του η Κεριστάνη, συντροφιασμένη από πολύ πλήθος εξωτικών, οι οποίοι ευθύς εξεφόρτωσαν τα καμήλια και μουλάρια, που ήταν φορτωμένα φαγητά, και πιοτά διάφορα, και τα έχυσαν καταγής, τόσον τα φαγητά όσον και τα πιοτά και τα ανακάτωσαν όλα, και τα ετσαλαπάτησαν που δεν ήτον πλέον διά να φάγουν τα φαγητά αλλ' ούτε να πιουν τα πιοτά.

το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη, και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο, και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305 'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα, Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310 την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος, με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια. φίλε, και συ πολύ μακρυάτα ξένα μη πλανιέσαι από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315 όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω, 'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη, όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη, ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320 εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπουτον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν. αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου, και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι, και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι• και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια• είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».

Ευθύς που ο Γιαφάρ έδωσε τον λογαριασμόν του Καλίφη διά τα όσα αυτός είχε πράξει, επρόσταξε να κρεμάσουν τον σκληρόν Βεζύρην, και ύστερον να τον τεταρτιάσουν, και να τον ρίξουν να τον φάγουν τα σκυλιά.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175 εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· «Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης, ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης; την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180 πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος· κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».

Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με κρασί του Σόλωνος. — Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν πισκότα και παγωτά . . . — Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις. Χαράτο!

Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος ο Δίας, και απ' τα νεφώδ' υψώματα του ακτινοβόλου Ολύμπου βρόντησ' ευθύς· εχάρηκεν ο θείος Οδυσσέας. και από το σπίτι πρόβαλε φωνήν γυναίκ' αλέστρα 105 πλησίον, οπ' ευρίσκονταν οι μύλοι του κυρίου, και δώδεκ' αγωνίζονταν γυναίκες να ετοιμάσουν κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων. κ' η άλλαις άμ' απάλεσαν κοιμώνταν· μόνη εκείνη άλεθε ακόμ' η αδύναμη· τον μύλον η θλιμμένη 110 κράτησε, κ' έβγαλε φωνή, σημάδι του κυρίου· «Δία πατέρα, 'που εις θεούς και ανθρώπους βασιλεύεις, μεγάλα εβρόντησες από τον κάταστρον αιθέρα, ούδ' είναι νέφος πουθενά· κάποιο σημείον δείχνεις· κ' εμένα τώρα της πτωχής 'ς ό,τ' είπω δόσε τέλος· 115 ύστερη σήμερα φοράτο σπίτι του Οδυσσέα να ευφρανθούν το πρόσχαρο συμπόσιον οι μνηστήρες· αυτοί, 'που 'ς τ' άλεσμα βαρύ τα γόνατα μού κόψαν και την καρδία, τώρα εδώ να φάγουν το ύστερό τους».

Κυρίως δε αυτά είναι αξιαγάπητα και επομένως και η αγάπη και η φιλία εις αυτά κυρίως είναι η καλλιτέρα. Βεβαίως όμως αι τοιαύται φιλίαι είναι σπάνιαι, διότι ολίγοι υπάρχουν τοιούτου είδους. Έπειτα δε ότι αυτό το είδος της φιλίας απαιτεί καιρόν και συνήθειαν. Διότι, καθώς λέγει η παροιμία, δεν είναι δυνατόν να γνωρισθούν μεταξύ των, αν δεν φάγουν μαζί ψωμί και αλάτι.

Τους Ρώσσους, μου απήντησεν, θα τους εμποδίση η Ευρώπη να μας φάγουν, τους δε Έλληνας ουδέ καν τους συλλογίζεται ο Σουλτάνος. — Και διατί; παρακαλώ. — Διότι κανείς δε φοβείται τους σκύλους, οι οποίοι αιωνίως γαυγίζουν χωρίς ποτέ να δαγκάσουν. Αν και ήτο κάπως δύσκολον να εύρω ότι ο άνθρωπος είχεν άδικον, η πατριωτική εν τούτοις φιλοτιμία μου μού επέβαλλε να του απαντήσω.