United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι το ύφος τούτο περιβάλλεται εξωτερικώς, απαράλλακτα όπως ο γεγλυμένος σειληνός· από μέσα δε, όταν ανοιχθή, πόσην, ω άνδρες συμπόται, νομίζετε ότι περικλείει σοφίαν; Μάθετε λοιπόν ότι ούτε εάν τις είνε ωραίος ενδιαφέρεται διόλου, αλλά καταφρονεί τόσον όσον δεν θα ημπορούσε κανείς να υποθέση, ούτε εάν είνε πλούσιος, ούτε εάν έχη άλλην τινα υπεροχήν εκ των υπό του πλήθους μακαριζομένων νομίζει δε ότι όλ' αυτά τα πλεονεκτήματα δεν αξίζουν τίποτε και ότι όλοι ημείς είμεθα μηδενικά, μη εκφράζων μεν διά του λόγου την ιδέαν του αυτήν, αλλ' εξακολουθών καθ' όλην του την ζωήν να ειρωνεύεται και να περιπαίζη όλον τον κόσμον.

Η Μαργαρώ συγκεκινημένη μέχρι δακρύων με παλλομένην ταρακτικώς την καρδίαν ενηγκαλίσθη τον ανέλπιστον τούτον αδελφόν της, ον με τόσην χαράν, ώστε να την συμμερίζεται ολόκληρον το χωρίον, τον έφεραν τα καλά Χριστούγεννα, μέσα εις τας αγκάλας της, προστάτην αγαθόν της ορφανίας της, δώρον του Χριστού ανεκτίμητον.

Ναι, μοιάζει ίσως περσότερο με την ήσυχη πίστη για το μέλλον, που ζει στην ψυχή αντρών, που μέσα τους δεν πεθαίνει ποτέ όλως διόλου ο νέος. Ζούσε και στη δική μου ψυχή σα νοσταλγία και περάσανε δεκάδες χρόνια όσο να μπορέσω νακούσω το μήνυμά της.

Η σελήνη δεν είχεν ανατείλει ακόμη, επειδή ήτο δύο ή τρεις ημέρας μετά την πανσέληνον. Μέσα εις το ρέμμα, βαθειά κάτω, αντήχει ο ρύχθος του χειμάρρου, του σχηματιζομένου από τας χιόνας τας λυομένας. Και είς υληλός μαύρος βράχος ίστατο απέναντί μου, μυστηριώδης εις το σκότος. Ήτο κατά Μάρτιον μήνα.

Δεν εννοούσα γιατί καθόμουνα εκεί και γιατί ήθελα να κάμω αυτόν το δρόμο μέσα στη δυνατή βροχή, αυτόματα όμως, όπως και πρωτήτερα, είπα του αμαξά: — Γλήγορα, όσο μπορεί να τρέξη το άλογο. Το μικρό παιδί μου πεθαίνει. Ο αμαξάς μας είχε φέρει με το αμάξι του πολλές φορές. — Είναι το μικρό αγοράκι, που είναι τόσο ωραίο; ρώτησε.

Ακούσας ταύτα, την αφήκα δεμένην και αναβάς εις την στέγην εφώναζα και εκάλουν τους συντρόφους μου. Όταν δε ούτοι ήλθαν, διηγήθην τα πάντα, έδειξα εις αυτούς τα οστά και τους ωδήγησα μέσα προς την δεμένην γυναίκα. Αυτή όμως μετεβλήθη αμέσως εις νερόν και εξηφανίσθη. Τότε εγώ εβύθισα το ξίφος μου εις το νερόν διά να ίδω τι θα συνέβαινε• και το νερόν έγεινεν αίμα.

Τέτοιο είταν το μυριοδόξαστο το Λάβαρο, που μαρτύρησε, μπορούμε να πούμε, του κόσμου τη βάφτιση. Σύγκαιρα όμως και τη δική μας την ξαναγέννηση και το πρώτο γερό μας θεμέλιωμα. Το πώς ο Κωσταντίνος έθρεφε μέσα του βαθιά ευλάβεια προς τη νέα θρησκεία, ολοφάνερο πράμα.

Εγώ τα έχασα κυριολεκτικώς, μη γνωρίζοντας τι να απαντήσω εις αυτήν την ερώτησιν και είπα μέσα μου πως καλά να την πάθω που δεν ήξερα κάλλια να βουβαθώ· οπωσδήποτε του απήντησα, πως είναι διαφορετικά από αυτό το ίδιον το ωραίον· ευρίσκεται όμως εις το καθένα από αυτά μια κάποια ωραιότης. — Εάν λοιπόν τύχη και σου ευρεθή και σένα ένα βώδι, θα πη πως είσαι βώδι, και τώρα που έτυχε να ευρίσκωμαι κ' εγώ μαζί σου, θα πη πως είσαι Διονυσόδωρος; — Δάγκασε τη γλώσσα σου και μη βλαστημάς, του είπα εγώ. — Αλλά πώς ημπορεί, όταν ένα πράγμα που είναι διαφορετικόν από άλλο προστεθή εις αυτό, να γίνεται αυτό το διαφορετικόν άλλο απ' ό,τι είναι;

Αλλ' αφ' ότου απεκτήσαμεν τόσα μέσα ταχείας συγκοινωνίας, δεν εννοείται προς τι υποβαλλόμεθα εις τόσον υπερβολικάς ασκήσεις δρόμου διά των ποδών ή του ποδηλάτου, προσθέτοντες εις τον πνευματικόν κάματον και την σωματικήν υπερκόπωσιν και παρασκευάζοντες πρόσφορον έδαφος εις τα νευρικά νοσήματα.

Βουτάει μες τα νερά τ' Αργύρη η μάνα κι αρπάζει με χαρά του γιου της το λαμπριάτικο δώρο. Το σήκωσε στην αγκαλιά της και τόσφιγκε τόσφιγκε, λες κ' ήταν ο Αργύρης της μέσα. Ήταν βαριό τόρα το δώρο, γιατ' ήταν λαμπριάτικο πια. Τόσφιγκε τόσφιγκε ανηφορίζοντας τη ραχούλα-ανάπλαγα κατά το χωριό.