United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι τι θα έπραττεν ούτος αν έχανε ολόκληρον βώδι, αφού χάριν ολίγου κρέατος τόσον πολύ θυμώνει; Οι άνθρωποι οι οποίοι, ως ήτο επόμενον, πολύ ευκολώτερα οργίζονται από τους θεούς, είνε εν τοσούτω τόσον ανεκτικώτεροι εις τα τοιαύτα.

Και άλλοι: — Τι φυσικόν εκείνο το βώδι! — Τι ζωηρός εκείνος ο αστήρ! — Τι φυσικά εκείνα τα άχυρα! Λέγει τότε το Φάσμα: — Ακούεις; Όλοι ούτοι θεωρούν την εικόνα, αλλ' όμως, δεν την βλέπει κανείς. Ερώτησε και τον πλησίον σου άνθρωπον. Και ερωτώ ευγενώς θεατήν λαμπρώς ενδεδυμένον και σύροντα Σκύλλον όπισθεν του από αλύσεως στιλπνής.

Εν τούτοις η αγχιστεία των ήτο πολύ παλαιά, και, κατά την παροιμίαν, «είχε ψοφήσει το βώδι τουςπάει η κολληγιά τους». Ο αδελφός της Καβούλαινας και η αδελφή της Χαρανίνας, οίτινες απετέλουν πάλαι ποτέ ανδρόγυνον, προ πολλού δεν υπήρχον πλέον εις τον κόσμον.

την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια, ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα, ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15 και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους. αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση, πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος• έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του, κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20 τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης, όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη. με λαμπρό σύρμα το 'δεσετου καραβιού το βάθος, ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη. κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25 εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.

Ο Αστρονόμος είχεν είπη περί αυτού, ότι αν ήξερε το βώδι την δύναμίν του θα χαλούσε τον κόσμον. Λοιπόν τώρα το βώδι είχε γνωρίση την δύναμίν του· και ναι μεν δεν εχαλούσε τον κόσμον, αλλά και δεν τον εφοβείτο. Εφαίνετο φρόνιμος, διότι η δυστυχής Ζερβουδοπούλα, μανθάνουσα τας απειλάς του, είχε παύση να εξέρχεται. Εάν όμως δεν έβλεπε την κόρην, έβλεπε καθ' εκάστην την μητέρα.

Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε.

Προς την σύζυγόν του δε ιδιαιτέρως έλεγεν ότι έτσι θα περνούσε ο καιρός μέχρι της Λαμπρής και τότε μ' ένα λόγο θα γινόταν αρνί ο Μανωλιός. Έπειτα τι μπορούσαν και να του κάμουν; Να τον δέσουν; Δεν ήτο βώδι ή άλογο. — Αυτός δε δένεται. Και μ' αλυσίδες να τόνε δέσης θα τσι σπάση. Ας τον αφήσωμε να ξεθυμάνη η κουζουλάδα του. Ας δείρη κι' ας τόνε δείρουνε.

Εγώ τα έχασα κυριολεκτικώς, μη γνωρίζοντας τι να απαντήσω εις αυτήν την ερώτησιν και είπα μέσα μου πως καλά να την πάθω που δεν ήξερα κάλλια να βουβαθώ· οπωσδήποτε του απήντησα, πως είναι διαφορετικά από αυτό το ίδιον το ωραίον· ευρίσκεται όμως εις το καθένα από αυτά μια κάποια ωραιότης. — Εάν λοιπόν τύχη και σου ευρεθή και σένα ένα βώδι, θα πη πως είσαι βώδι, και τώρα που έτυχε να ευρίσκωμαι κ' εγώ μαζί σου, θα πη πως είσαι Διονυσόδωρος; — Δάγκασε τη γλώσσα σου και μη βλαστημάς, του είπα εγώ. — Αλλά πώς ημπορεί, όταν ένα πράγμα που είναι διαφορετικόν από άλλο προστεθή εις αυτό, να γίνεται αυτό το διαφορετικόν άλλο απ' ό,τι είναι;

Ου! να χαθής, κηφηναριό... 'στών μελισσών το σμήνος εσύ ζηλεύεις μοναχά την θέσιν του κηφήνος, και θέλεις πάντα χάρισμα να τρώγης 'στήν κυψέλην, οπόταν είσαι μάλιστα γιγαντομάχος Έλλην. Με όλην την σοφίαν σου, την τόσον πνευματώδη, δεν ειμπορείς 'στά σύννεφα και μια φωληά να κτίσης, μηδέ να βγάλης κέρατα σαν τράγος ή σαν βώδι, και μοναχά ως σύζυγος 'μπορεί να ταποκτήσης.

Ό,τι μικρόν και αφανές η πτέρνα σου πατεί γελά με τα καμώματα της λογικής αγέλης, κι' αν 'πης κι' εις ένα μύρμηκα 'στόν κόσμον τι ζητεί, θα σ' απαντήση αυθαδώς «αμμέ και συ τι θέλειςΈνα κουνούπι ζωηρό εκάθισε μια 'μέρα σ' ενός βωδιού το κέρατο κι' εσφύριζ' εκεί πέρα, κι' είπε το βώδι με ψυχρόν Εγγλέζου χαρακτήρα «και όταν ήλθες κι' έφυγες χαμπάρι δεν σ' επήρα».