United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φίλοι μεν λοιπόν εξακολουθούσι να είναι και αυτοί μεταξύ των, αλλ' ολιγώτερον από τους αγνώς αγαπωμένους εκείνους, και καθ' όλον τον χρόνον καθ' ον διαρκεί ο έρως και όταν παύση, επειδή νομίζουσιν ότι έχουσι δώσει και έχουσι λάβει τας μεγίστας διαβεβαιώσεις φιλίας, τας οποίας δεν είναι θεμιτόν να παραβώσιν ελθόντες ποτέ εις έχθραν.

Μη συ γ' επ' Αρμενίους ελάαν στρατόν, ου γαρ άμεινον, μη σοι θηλυχίτων τις ανήρ τόξου άπο λυγρόν πότμον επιπροϊείς παύση βιότοιο φάους τε .

Συ, Αλήθεια, πρέπει να εύρης τρόπονδιότι είνε και συμφέρον σουνα παύση να επικρατή το ψεύδος και να παύση η άγνοια να βοηθή τους φαύλους να κρύπτωνται μιμούμενοι τους χρηστούς. ΑΛΗΘ. Ας αναθέσωμεν εις αυτόν τον Παρρησιάδην την φροντίδα, αφού απεδείχθη χρηστός και φίλος ημών, μέγας δε θαυμαστής σου, ω Φιλοσοφία.

Ενώ δε εγίνοντο ταύτα, ο Φαβιέρος μείνας αρκετόν καιρόν εις Αμπελάκι άπρακτος, διά να παύση την κατακραυγήν των ανθρώπων ότι δεν λαμβάνει μέρος εις τον πόλεμον, απεφάσισε να κινηθή εις κανέν επιχείρημα.

Ηξεύρω ότι εν μέρει η νόσος αύτη μάλλον παρά η λεηλασία της χώρας είναι αίτια να μισούμαι από σας. Τούτο είναι άδικον, εκτός εάν, και όταν απροσδοκήτως συμβή ευτυχία τις εις σας, αποδώσητε αυτήν εις εμέ. Εξ ανάγκης πρέπει να υποφέρητε και τα από των θεών προερχόμενα δεινά και τα από των πολεμίων. Τοιούτον άλλοτε ήτο το αξίωμα της πόλεως ταύτης, δεν πρέπει δε να παύση σήμερον.

Τότε ο Κατής εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον, ήλθε με την Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον ντουλάπι που είχε πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να σταθή εκεί ήσυχος, και οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει γυρίσει να του ανοίξη, και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον δεύτερον εις τα δίκτυά της.

Έπειτα ο θείος μου ήτο, ως σας είπα, έξυπνος άνθρωπος και είχε στοιχηματίση κ' εκείνος πολλά ότι θ' απέθνησκεν ο κατάδικος γενναίως». Η βροχή είχε παύση και το ανδρόγυνον ηγέρθη να μας αποχαιρετήση. Εξερχόμενος με επροσκάλεσεν ο προκαλόγηρος να υπάγω να ίδω την συλλογήν του Σικελικών αρχαιοτήτων, και την πρόσκλησιν ταύτην επεκύρωσεν η κυρία του δι' ενός προσηνεστάτου arivederci.

Με τόσα δάκρυα, είπεν ο ξένος ποιήσας χειρονομίαν. — Και δεν τον κατάφερες ακόμη; — Όχι. Σε θέλει. — Τι με θέλει; — Σε θέλει διά να ζεσταίνεται. — Γου! έκαμεν η Γύφτισσα. Μη χειρότερα! — Δεν με πιστεύεις; — Αλήθεια, γέρο μου; — Σκάσε, παληόστριγλα, είπεν ο Γύφτος. Χρου!... Γμου!.. Και ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την παιδιάν.

Ο Κουλούφ εις αυτήν την είδησιν δεν ηθέλησε ούτε απόκρισιν να του δώση, και ακολούθησε διά να ευφραίνεται με την Δηλαράν· μα αιφνιδίως αγροίκησε να του παύση η χαρά, και μία θανατηφόρος θλίψις τον επερικύκλωσεν, και με αναστεναγμόν είπεν· αχ, Κυρά μου, καταλαμβάνω που οι εδικοί σου βιάζονται διά να μας χωρίσουν.

Η κυρά, που ελογίαζα πως να μην έχη πλέον αναπνοήν, ακούω να μου λέγη· Ω Μουσουλμάνε, λάβε έλεος και σύντρεξέ με αν αγαπάς τον Πλάστην· βάλε μου μίαν σταλαγματιά νερό εις το στόμα μου, διά να μου παύση η θανατηφόρος μου δίψα που με ενοχλεί.