United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάνει χρεία, είπα, να φερθώ εις το παλάτι της Σχυρίνας, και να πασχίσω να έμβω εις την κατοικίαν της, διά να δοκιμάσω να ιδώ μήπως και ήθελα είμαι εγώ εκείνος ο ευτυχισμένος άνθρωπος που οι Αστρολόγοι προείπαν πως θέλει την απατήσει.

Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την τραπεζαρίαν. — Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός. — Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός! Ο Γιάννης εσιώπησεν. — Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν.

Τους κάμπους τριγυρίζει, Τη χλοή ροκανίζει Ως θέλει η όρεξί του Χωρίς αντήρησί του.

Επειδή δε αυτά είναι πολλά, ενώ ο σκοπός είναι μικρός, φαίνεται ως να μη έχουν τίποτε το ηδονικόν. Αφού λοιπόν τοιαύτα είναι και τα σχετικά της ανδρείας, ο μεν θάνατος και αι πληγαί θα είναι λυπηρά εις τον ανδρείον, και δεν τα θέλει, θα τα υπομείνη όμως, διότι είναι καλόν, ή διότι είναι αίσχος να μην τα υπομείνη.

Ο Μόρχολτ είπε πάλι: «Ποιος από σας, άρχοντες της Κορνουάλης, θέλει να δεχθή την πρόκλησί μου; Του προσφέρω μια ωραία μάχη: σε τρεις ημέρες θα πάμε με βάρκες στο νησί του Αγίου Σαμψών, στο πέλαγος του Τινταγκέλ. Εκεί, ο ιππότης σας κ' εγώ θα παλαίψουμε ολομόναχοι. Και η δόξα ότι ανάλαβε τον αγώνα αυτό θα φωτίση όλη τη γενιά του». Σώπαιναν πάντα εκείνοι.

Και την ερχομένην αυγήν παρουσιάσθη εις τον βασιλέα, λέγοντάς του· ιδού κατά την υπόσχεση μου ετοίμασα τα ιατρικά, πρέπει όμως η βασιλεία σου να διορίσει ευθύς ένα ιπποδρόμιον σήμερον μαζί με τους άρχοντας και μεγιστάνας του παλατίου σου· και λάβε τούτο το δαχτυλίδι και φόρεσέ το εις το μεσαίον δάχτυλον της χειρός σου, και τούτο το σκήπτρον όταν ευρίσκεσαι εις το ιπποδρόμιον να το κρατής πάντοτε από το χερούλι που έχει το μέταλλον, και γυμναζόμενος εις το ιπποδρόμιον έως που να ιδρώσωσι τα χέρια σου και όλον το σώμα σου, και τότε το μέταλλον αυτό ζεσταινόμενον μεταδίδει την ενέργειάν του διά μέσον του ιδρώτος και των χυμών εις όλον το σώμα· έπειτα ευθύς έτσι ιδρωμένος να τρέξης εις το λουτρόν, και να λουσθής καλά, αλλάζοντας άλλα φορέματα, και ευθύς με το λούσιμον θέλει καθαρισθή το σώμα σου από την λέπραν, και θέλει ασπρίσει και τρυφερώσι ωσάν των τρυφερών παιδίων.

Τι πράγμα; — Δεν μπορείς να πάγης; — Πού; — Εις το μοναστήρι. — Με τα σωστά σου το λες; — Δεν είνε τρόπος; — Ω διάβολε, τρόπος. — Ώστε θα μ' αφήσης εις την στενοχωρίαν; — Να ήτο στενοχωρία, ναι. Αλλ' αυτό δεν μου φαίνεται σπουδαίον. — Δεν σου φαίνεται; Νόστιμον. — Ας είνε όσον νόστιμον θέλει. — Ας αφήσωμε τα λόγια, είπεν ο Τρανταχτής. Θα υπάγης; — Διάβολε! επιμένεις, βλέπω. — Βέβαια επιμένω.

Αλλά φαίνεται ότι αηδίασε πλέον να έχη όλο με μεγάλους να κάμη. Έπειτα δε τους έχει πάντοτε προθύμους εις την συναναστροφήν του. Ευρίσκεται αναγκασμένος να ζη πάντοτε εις την μοναξίαν, ένεκα οπού κανείς από τους γείτονας δεν θέλει να ζυγώση εις το σπήλαιον, και επιθυμεί την κοινωνίαν των ανθρώπων.

— Ε, παιδιά! ορθοί στο κούρσο! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην ώρα της προσβολής. Μα ο λάρυγγάς του νομίζεις αγκαθόφραχτος κουρελιάζει τη φωνή, τη βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη. Και σύγκαιρα ηχά, το σκότος σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανή, και χαλκόστομη σαν να σαλαχά κοπάδια ο Σαρίγκαλος. Ακούεται δούπος βαρύς, σάρας κύλημα, ένας κρότος κουφός και συνεχής σαν να επήραν ζωή τα πορολίθαρα.

Ο Μουλάς έστρεψεν απ' εμού το πρόσωπον, και ενόησα ότι δεν θέλει να με δώση γνωριμίαν. Ηθέλησα ν' αλλάξω ομιλίαν, αλλά περιεπλέχθην, η δε σύγχυσίς μου επεσφράγισε την ιδέαν την οποίαν περί εμού συνέλαβε της νέας χωρικής ο προστάτης, αφ' ης στιγμής δεν εξετέλεσα ως έπρεπε το περί του άνθους πρόσταγμά του. ― Φίλοι μου, είπε Τουρκιστί προς τους συνδαιτυμόνας του.