United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ούτε είναι η ομοιότης τόσον καταπληκτική επί τέλους, επανέλαβεν ο Κ. Μελέτης. Αλλ' η σύμπτωσις του αυτού ονόματος, αι εξαίφνης αναζήσασαι αναμνήσεις εντός του δωματίου εκείνου, εξηγούν της πτωχής αδελφής μου την έκπληξιν. Ομολογώ ότι την συνεμερίσθην κ' εγώ κατ' εκείνην την στιγμήν. Κατόπιν ηθέλησα να συζητήσω το πράγμα μαζή της.

Τοιούτος ήτο ο Αγοβάρδος, αδάμας εν μέσω χαλίκων, κύκνος εν μέσω κοράκων, στίλβων εν τω σκότει του ενάτου αιώνος ως μαργαρίτης εις την ρίνα χοίρου . Απαντήσας αυτόν, ενώ μετά κόπου και αηδίας ανεκίνουν τον βόρβορον του ενάτου αιώνος, ηθέλησα ν' αναπαυθώ επί τινας στιγμάς πλησίον του, ως ο κεκμηκώς Άραψ παρά την πηγήν της ερήμου.

Το μόνον δε όπερ, πλην των ποταμών και της απείρου εκτάσεως της πεδιάδος, είναι άξιον θαυμασμού, τούτο θα είπω· δεικνύουσιν επί βράχου πλησίον του Τύρου ποταμού ίχνος του Ηρακλέους, το οποίον φαίνεται μεν ως βήμα ανδρός, έχει όμως μέγεθος δύο πήχεων. Και το μεν ίχνος τοιούτον είναι, εγώ δε επανέρχομαι εις την ιστορίαν την οποίαν εξ αρχής ηθέλησα να διηγηθώ.

Αφού μου είπεν αρκετά περί τούτων, πάλιν τον ηρώτησα διατί ήρχισε την Ιλιάδα από την μήνιν του Αχιλλέως• αυτός δε μου απήντησεν ότι αυτή η ιδέα του ήλθε πρώτη και δεν το έκαμεν από σκοπού. Ηθέλησα να μάθω και τούτο, εάν έγραψε προ της Ιλιάδος την Οδύσσειαν, ως διατείνονται οι περισσότεροι, αλλ' αυτός εβεβαίωσε το εναντίον.

Οι σύντροφοι μου, χωρίς να στοχασθούν ότι εκείνοι που μας έδιδαν τα χόρτα και μας επαρακινούσαν να φάγωμεν δεν έτρωγαν, χωρίς καμμίαν εξέτασιν άρχισαν και έτρωγαν· εγώ δε προβλέποντας κάποιον συμβεβηκός, δεν ηθέλησα να φάγω· και μετ' ολίγον είδα εμπράκτως το αποτέλεσμα των χόρτων, ήγουν οι σύντροφοί μου, αφού έφαγαν εκείνα τα χόρτα εμέθυσαν τοιαύτης λογής που έχασαν τας αισθήσεις των, επαραλαλούσαν, έγιναν τελείως έξω φρενών.

Αλλ' όμως δεν ηθέλησα χωρίς εσέ να ζήσω με τα παιδιά μας ορφανά, χωρίς εσέ κοντά μου, και ούτε ελογάριασα τα νιάτα μου για σένα. Και όμως η μητέρα σου κι' ο γέρος σου πατέρας κ' οι δύο σ’ εγκατέλειψαν, αν κ' είναι τόσω γέροι, που θα μπορούσαν νάδιναν εκείνοι τη ζωή τους και να πεθάνουν ένδοξοι πως σώζουν το παιδί τους.

Πέντε χιλιάδας ! Το ευτελές εκείνο ποσόν μου εφάνη πλούτος αμύθητος! Ούτε τον λογαριασμόν εκκαθαρίσεως ηθέλησα να εξελέγξω, ούτε να υπολογίσω κατά πόσον ηδύναντο ή έπρεπε να πωληθώσι καλλίτερον οι σκούφοι. Το δοθέν ποσόν ήτο ανέλπιστος δι' εμέ απόκτησις, δι' αυτού μου ηνοίγετο του εμπορίου ο δρόμος.

Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα.

Ως τόσον με όλον που επιμελήθηκα, και ετεχνεύθηκα διά να τραβήξω καμμίαν εις αγάπην δεν εστάθη τρόπος που να επιτύχω ποτέ. Δεν εστάθηκα μόνον εις αυτήν την Χώραν με όλον που θα ήταν εκεί κορίτσια, αλλά ηθέλησα να ταξειδεύσω και εις άλλες πολιτείες, διά να ημπορέσω μήπως και επιτύχω το ποθούμενον· μα δεν απέκτησα άλλον καρπόν, από του να ακούσω πως να αρέσω ήτον αδύνατον.

Έρριξε βλέμμα γιομάτο περιφρόνηση στον αδερφό του κ' ήρθε και στάθηκε μπροστά του ψιθυρίζοντας : — Ανάξιε! Οι ακροατές σηκώθηκαν μονόγνωμοι κ' ήρθαν να συγχαρούν και να συλλυπηθούνε τον Αριστόδημο. — Ευχαριστώ.... ευχαριστώ.... απαντούσε στον καθένα εκείνος, σφίγγοντάς τους τα χέρια. Ξέρετε· ηθέλησα να πλησιάσω το δαιμόνιον ύφος του Περικλέους, είπε μπιστεμένα στον Περαχώρα.