Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Όλην την ημέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν η ευθυμία, και ο χορός διακοπτόμενος επανελαμβάνετο πάλιν. Είτα οι καλεσμένοι, ολίγοι-ολίγοι, εσκορπίσθησαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενώτεροι οικείοι, με τα βιολιά και τα λαγούτα. Πέραν του μεσονυκτίου, έφαγαν νέον δείπνον.

Είπε, και κόσμο χάλασαν γύρω απ' τα ζήτω οι Τρώες. 310 Ζαβοί! τι η Αθηνά το νου τούς πήρε απ' το κεφάλι, και πήγαν με τον Έχτορα και τους τρελούς σκοπούς του, μα με του Πάνθου ούτε ένας τους το γιο π' ορθά μιλούσε. Τότε έφαγαν μες στο στρατό.

Ανήγγελλε π. χ. ο Κομποδήμος, ικετευτικώς μεταβάλλων την ποιμενικήν φωνήν του, ότι τα πράμματα έφαγαν ένα θήλιασμα ελαίας. Αλλά το θήλιασμα τούτο το φαγωμένον παρουσίαζεν ο πονηρός ποιμήν φορτωμένον με μίαν μεγάλην- μεγάλην τσαντίλαν, επιφέρων: — Ξέκοψε μια παληόιδα, κολλήγα, δεν την είδα.

Άφησε τους μπεγιαντέδες και τα καΐκια και τις άλλες τις Πολίτικες ομορφιές, πήδα σβέλτα στη σκάλα, κ' έλα κατά τους δρόμους που τους έχει πλημμυρισμένους η Εβραΐλα, σα να της αρέση το μαλακό κι απόλεμό τους αγέρι. Πού είδες κοιμισμένα νερά, και δε σ' έφαγαν οι μυίγες και τα κουνούπια! Έχει ως τόσο και πεταλούδες. Κοίταξέ τις· όχι στον αέρα· εκεί, εκεί, στα παράθυρα. Σε μαγεύουνε με τα μάτια τους.

Οι σύντροφοι μου, χωρίς να στοχασθούν ότι εκείνοι που μας έδιδαν τα χόρτα και μας επαρακινούσαν να φάγωμεν δεν έτρωγαν, χωρίς καμμίαν εξέτασιν άρχισαν και έτρωγαν· εγώ δε προβλέποντας κάποιον συμβεβηκός, δεν ηθέλησα να φάγω· και μετ' ολίγον είδα εμπράκτως το αποτέλεσμα των χόρτων, ήγουν οι σύντροφοί μου, αφού έφαγαν εκείνα τα χόρτα εμέθυσαν τοιαύτης λογής που έχασαν τας αισθήσεις των, επαραλαλούσαν, έγιναν τελείως έξω φρενών.

Γιατί τον βρήκε στο στερνό σφοντύλι, εκεί που σμίγουν 465 ο σβέρκος με την κεφαλή, και τούκοψε τα διο του ποντίκια· και σαν έπεσε, κεφάλια στόμας μύτες έφαγαν χώμα πριν πολύ, πριν σκέλος φάει και γόνα.

Και επερίμενε με χαράν «να έλθη ο καλός της». Αλλ' ήλθον μίαν ημέραν αι εφημερίδες όλαι των Αθηνών, αίτινες από του «Νεολόγου» παραλαβούσαι εκόμισαν την θλιβεράν είδησιν ότι ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα επνίγη εις την Μαύρην θάλασσαν. «Τον έφαγαν τα κύματα» όπως έλεγε τα μοιρολόγιον. Είπον όλοι να μη το φανερώσουν.

Τι με λέγεις! εφώναξεν ο γεωργός, και τρέχει εις τον φούρνον, τον ανοίγει, και βρίσκει όλα τα καλά φαγητά όσα είχε κρύψει η γυναίκα του. Αλλ' αυτός επίστευεν ότι ήσαν μάγια. Εκείνη δεν ετόλμησε να είπη λέξιν, αλλά έβαλεν εις την τράπεζαν επάνω τα φαγητά, οι δε δύο άνδρες έτρωγαν με όρεξιν. Αφού έφαγαν κάμποσον, ο μικρός Κλώσος επάτησε πάλιν τον σάκκον και το δέρμα έτριξε.

Και η μητέρα μου, που η φωνή της ήταν γλυκιά σαν φρούτο, θυμάμαι, έλεγε: αρκεί ο Ιστένε μου να μείνει αθώος, τίποτε άλλο δεν ενδιαφέρει. Κι έτσι, που λες, αδελφέ μου, μου έφαγαν την περιουσία όταν πέθαναν ο πατέρας και η μητέρα μου, με τσιμπολόγησαν σαν να’ μουνα ένα τσαμπί σταφύλι, όλοι τους, συγγενείς και γνωστοί∙ ο Θεός να τους συχωρέσει.

Αν η αλήθεια είν' αυτή, ιδού 'πού σου το λέγω: δεν ημπορεί με σιωπήν το πράγμα να περάση, και ούτε η διόρθωσις η πρέπουσα θα λείψη. Ίσως βαρύ θα σου φανή εκείνο που θα γίνη, κ' ίσως θα είναι εντροπή· αλλ' όμως η ανάγκη ως μέτρον της φρονήσεως θα το υπαγορεύση. ΓΕΛΩΤ. Διότι 'ξεύρεις, ω παππού. τόσον καιρόν τον έτρεφε τον κούκκον ο σπουργίτης ως που του κούκου τα παιδιά έφαγαν τον σπουργίτην.

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν