United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η περισκελίδα του είναι στενή, από πράσινο ανοιχτό ύφασμα με μαύρες χονδρές ραβδώσεις. Τα μαύρα υποδήματά του κεντημένα με χρυσάφι, τελειώνουν σε πολύ μακρυές μύτες από δέρμα μαλακό. Ο Ποιητής υποτίθεται πως είνε οφφικιάλιος της Αυτοκρατορίας και ζη στην πρώτην εποχή των Σταυροφοριών.

Και το ζεστό σίδερο φιλούσε, φιλούσε το ξύλο κι αυτό γινότανε μαλακό και γλυκό, σα να ζωντάνευε, κι άνοιγε, σαν ταχείλι στα φιλιά, κι έβγαιναν όλο φυλλαράκια και βλαστοί πανώριοι, μυριοπερίπλοκοι, και ρόδια και σταφύλια, που χύνονταν όσο ένα κέρας, και γυναίκες με βυζιά πεταχτά και Κένταυροι με τις ουρές ορθές και με τόξα που σαϊττεύαν αόρατους εχθρούς κι αγριάνθρωποι με τράγινα μεριά και μυτερά αυτιά και Χίμαιρες και Σφίγγες με φτερά. . . Πόση δουλειά έβγαινε τώρα από τα χέρια του!

Άφησε τους μπεγιαντέδες και τα καΐκια και τις άλλες τις Πολίτικες ομορφιές, πήδα σβέλτα στη σκάλα, κ' έλα κατά τους δρόμους που τους έχει πλημμυρισμένους η Εβραΐλα, σα να της αρέση το μαλακό κι απόλεμό τους αγέρι. Πού είδες κοιμισμένα νερά, και δε σ' έφαγαν οι μυίγες και τα κουνούπια! Έχει ως τόσο και πεταλούδες. Κοίταξέ τις· όχι στον αέρα· εκεί, εκεί, στα παράθυρα. Σε μαγεύουνε με τα μάτια τους.

Είταν Αύγουστος μήνας, και μέσα σταρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κοίτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ως τόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πη δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα να πέσουνε στη μάννα τη γης.

Οι σπίνοι και οι πυρρουλάδες αποσπάσθησαν να πάγουν να της φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα να δειπνήση, ενώ τα σπουργίτια και οι πετρίτες της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από καστανόφυλλα, μέντα και λεβάντες να κοιμηθή.

Πλουμιστά φελόνια στην παραμικρή αφορμή. Ως και τα γένεια του γυάλιζαν. Και σαν έβγαινε να δώση ταντίδωρο, άπλωνε το μαλακό του χέρι κ' έδινε ξεχωριστό κομμάτιθα μου πης σε ποιόνα; στον επίτροπο; όχι· στην επιτρόπισσα! Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχη καλεσμένο ο κυρ Θωμάς.

Τότες ξυπνήσανε κ' οι νιοι μες την κρυφή φωλιά τους, Στο μοσχοβολισμένο τους και μαλακό στρωσίδι, Κομένοι αχνοί και βάρυπνοι και σα ξαγρυπνισμένοι, Ξαρματωμένος ο βοσκός σα σκλάβος του πολέμου, Η νια με κόρφους ανοιχτούς και με ποδιά λυμένη Και στα ρουτιά τα κεντιστά και στα μαλλιά τα σκόρπια Μυρτιάς, αρείκης, θυμαριού κλωνάκια σκαλωμένα.

«Η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή, είχε γείνει απέραντο πέλαγο και μέσα σ' αυτό το πέλαγο πότε η Λύπη αρμένιζε μ' ολάνοιχτα πανιά και σηκόνονταν τα κύματα γύρα της, ως τον ουρανό, πότε η Χαρά έβγαινε στη μέση κι' έκανε το νερόχτιστο κάμπο του ήσυχο και μαλακό, σαν πρόσωπο απέραντου και κρουσταλλένιου καθρέφτη.

»το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη». Είπε' κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα· κι άρχισαν να μαλάζωνται μαζί τα δυο κορμιά μας και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν· κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας. Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη, τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυο σε πόθο.

Δεν ερωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα αλλά για την μνήμη του αφέντη της. Και τόρα στην άκριτή μου απόκρισι μανισμένη έρριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κ' έδειξε άγριον Ωκεανό τον μαλακό Πόντο. — Όχι. κυρά, ψέματα είπα· ψέματα!... ετρανοφώναξα με λυμένα τα γόνατα.