Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Μωρέ και να μη το μυριστής τόσον καιρό πως είν' άπιστη η σκύλα; — Ποιά, βρε χριστιανέ; Η γυναίκα μου; — Αμέ και ποια άλλη, κακόμοιρε, που έπρεπε μα το Θεό, καλογερόπαππας να γίνης μ' αυτά τα μυαλά, κι όχι άντρας, κι άντρας τέτοιας γυναίκας. Έτρεμε πατόκορφα ο Δημήτρης. — Έλα στο νου σου, βρε αδερφούλη μου, τι 'νε που κάθεσαι και μου κραίνεις τώρα; Και με ποιόνα θαπιστήση κι από πού ως πού;

Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψη, κ' ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κοίτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε; Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαεί που μαγείρευα. Τους αφίνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πηγαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωργάκη μου.

Και να σου πω, μάννα μου, αν είνε να πάρω άντρα, η καρδιά μου μού λέει να τονέ διαλέξω ατή μου, μα το ξέρω πάλε πως αυτά στον κόσμο δε γίνουνται, και λέω, παρά να μου φυτεύουν ξένες αγάπες ταδέρφια μου, κάλλιο να μένω στην αγκαλιά σου που την έχω χάρισμ' από το Θεό. Κι α σαφίνανε να διαλέξης, Αρετούλα, ποιόνα θα διάλεγες; Αρετ. Με κάνεις και γελώ, καημένη μάννα!

Πλουμιστά φελόνια στην παραμικρή αφορμή. Ως και τα γένεια του γυάλιζαν. Και σαν έβγαινε να δώση ταντίδωρο, άπλωνε το μαλακό του χέρι κ' έδινε ξεχωριστό κομμάτιθα μου πης σε ποιόνα; στον επίτροπο; όχι· στην επιτρόπισσα! Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχη καλεσμένο ο κυρ Θωμάς.

Η Κρήτη, στα 1897, του φάνηκε του Γουλιέλμου σα νάτανε κανένα Νησί άνομο, άσεβο κι αθεόφοβο που πάει άξαφνα και πολεμάει, με ποιόνα; με το βασιλιά του, πάει να πη με το Θεό. Από χρόνια, στην Τουρκιά, είχε συφέρο λοιπόν η Γερμανία να κολακέβη τον Τούρκο, μα να μην αφίνη διόλου το ρωμαίικο να παίρνη απάνω του.

Τι τραβιέσαι; Σκιάζεσαι και φέβγεις; Τρόμαξες με την πάρα πολλή, με την ξεφρενιασμένη μου την αγάπη; Έλα πάλε στο πλεβρό μου, έλα κι απόψε, πουλί μου. Είναι νύχτα, εσύ που αγαπάς τα κρυφά, και κανένας δε μας βλέπει... Ποιόνα φοβάσαι; Φοβάσαι κανέναν; Και τη νύχτα θέλεις να κρυφτής; Θυμούμαι τι μου είπες. Εγώ τώρα δεν το ξεχνώ. «Έχουμε καιρό.

Σα να είνε δα κι οι γαμπροί κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης. Δέσπω. Μα απ' όσα μαθές παλληκάρια είδες, ποιόνα διαλέγεις; Έτσι, για χάζι. Αρετ. Αν είνε για χάζι, να σου το πω. Έχει της στεφάνωσης τόνομα — Ο Στεφανής! Αρετ. Είν' όμορφος, είνε πρόσχαρος, μα ο καημένος από σόγι δεν είνε. Δέσπω. Της μάννας ο νους κι από του αϊτού το μάτι κόβει πιο μακριά.

Σε τέτοια βράση απάνω, σε τέτοια κατάσταση κοινής γνώμης, ποιόνα στέλνει ο Αρκάδιος να σταματήση του Τριβιγίλδου το κίνημα; Το Γαϊνά! Έστειλε, είναι αλήθεια, και κάποιο Λέοντα μαζί του, μα το ίδιο σα να μην τον έστελνε, τέτοιος ανωφέλευτος είταν. Έπαιζαν είδος κυνηγώματα οι τρεις τους. Ο Τριβιγίλδος ξέφευγε από το Λέοντα, κι ο Γαϊνάς από τον Τριβιγίλδο.

Θ' αγριέψουμε το Χαμίτη, και θα μας έρθουνε στο κεφάλι χερότερα. Να σου αποκριθώ μάνι μάνι, πριν έρθουν οι Δεσποτάδες. Πρώτο, που ο φίλος ίσως μήτε ν' αγριέψη δε θα προφτάξη. Δεύτερο, που δε θα ξέρουν ποιόνα να πιάσουν. Α λυσσάξουνε μερικά λυκόπουλα, το πολύ μπορεί να κρεμάσουν την Αγιωσύνη Σου, το πολύ να πειράξουνπόσους να πούμε; Ας πούμε εκατό χιλιάδες.

Ποιος έδωσε πιώτερη προσοχή από σας στα μνημεία, στη μελέτη της νεοελληνικής; Έχετε μέσα στο Σύλλογό σας τόσα γερά και φρόνιμα κεφάλια, τόσους σοφούς, που δεν ξέρει κανείς ποιόνα να πρωτοπή.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν