United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η Πηγή εύρεν αφορμήν να διακόψη την στενόχωρον σιωπήν: — Εβάρηκες; τον ηρώτησεν. Ο Μανώλης απήντησεν αρνητικώς πλαταγίσας την γλώσσαν. Και τότε πρώτην φοράν συνηντήθησαν επί μίαν στιγμήν τα βλέμματά των. Έπειτα επήλθεν εκ νέου σιωπή. Αλλ' η Πηγή εύρε πάλιν κάτι να είπη: — Και πούχεις καλλίτερα, Μανωλιό, στο χωριό γή στα ωζά; — Καλλιά 'νε στο χωριό, απήντησε.

Ενώ μίαν ημέραν ο Μανώλης κατώπτευεν από υψηλόν δώμα διέκρινε την Πηγήν μόνην να διευθύνεται προς τα κάτω με το καλάθι εις τον αγκώνα. Την ηκολούθησεν εξ αποστάσεως, όταν δε εξήλθαν από το χωριό, ευρέθη έξαφνα προ αυτής, ικετευτικός το βλέμμα και ταπεινός το ήθος, ως σκύλαξ φοβούμενος μήπως τον δείρουν. — Πού γυρίζεις επαδά κάτω; του είπεν η νέα μειδιώσα. Επαά 'νε το κτίρι;

Από μακριά τη χαιρετάει κι από μακριά της λέει· "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει.„ "Αλλοίμον, αδερφάκι μου, και τι' νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου, Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι.„ "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' έλα καταπώς είσαι.„

Εγώ δεν μπορώ να του τα 'πω, γιατί 'νε κύρης μου και 'ντρέπομαι. Μα εσύ γιάιντα δεν του τα λες; Η Πηγή εσιώπησεν, έτοιμη να δακρύση, διότι δεν ηδύνατο να δικαιολογηθή. Ο δε Μανώλης, όστις όσον έβλεπε την Πηγήν συστελλομένην εγίνετο τολμηρότερος, είπε: — Δε μου λες πως δε θες να παντρευτούμε, μόνο .. . — Εγώ δε θέλω;

Εκεί ψηλά, που φαίνεται το μαύρο κυπαρίσσι Και πάρα πέρα ο εγκρεμός, εκεί 'νε και μια βρύση. 'Σ αυτήν διαβάτες, πιστικοί, γυρνούσαν νύχτα μέρα, Και γροίκαες νύχτα μέρα εκεί τραγούδι και φλογέρα. Μια μέρα, που ροβόλαγα από τ' απάνω πλάι, Είδα μια κόρη πώσκυψε κ' ήπιε νερό και πάει. Πήγα κ' εγώ κ' ήπια νερό, κι' αγάλιασα 'ςτήν ώρα, Και δροσισμένος κι' αλαφρός κατέβαινα στη χώρα,

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Ωιμένα! με το να χάση τα λογικά του. ΑΜΛΕΤΟΣ Και πόθεν έλαβε αρχήν; Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Από εδώ, από την Δανίαν. Έχω τριάντα χρόνους νε- κροθάπτης, πρώτα κοπέλι, μάστορας κατόπι. ΑΜΛΕΤΟΣ Πόσον καιρόν θέλει ο άνθρωπος μέσα εις το χώμα διά να σαπή; ΑΜΛΕΤΟΣ Διατί αυτός περισσότερο;

Και το καλλίτερο 'νε να τσ' αφήσης να κουρεύγουνται και να ξανοίξης να πάρης μια φρόνιμη γυναίκα ... μια γυναίκα που να σ' αγαπά και να την αγαπάς. Σ' όλο το ύστερο δε σου στέκει τουλόγου σου να παρακαλής. Πρέπει, να σε παρακαλούνε. Και εκάστοτε εφαίνετο ότι κάτι είχεν ακόμη να είπη, αλλ' εδυσκολεύετο και εδίσταζε να το εκστομίση.

Κιαμέ καλόγερος θα γενής; είπεν ο Σαϊτονικολής προσπαθών να γελάση. Δεν το πολυπιστεύγω, μωρέ παιδί; Καλόγερος θα 'πά γενώ να σώσω τη ψυχή μουμα δε μ' αφήνει ο διάολος απούχω στο βρακί μου. Κατές το τό τραγούδι; — Δεν κατέω πράμμα! είπεν ο Μανώλης αποστρέφων το πρόσωπον και εντείνων το πείσμα του διά να μη γελάση. Εγώ την Πηγή δε θα τήνε πάρω κιάν 'νε γυρίση ορανός κάτω κ' η γης απάνω.

Θαρρείς πως δεν είνε χίλιες βολές καλλίτερα στα όρη παρά στο χωριό; Αγρίμια μου λες εμένα; Είδες ποτέ σου αγρίμια; — Όι, δεν είδα. — Αι, καλλίτερα 'νε ταγρίμια από πολλούς ανθρώπους σαν τον Τερερέ, σαν ... Παρ' ολίγον να προσθέση «και σαν τον κύρη σου και τον αδερφό σου». — Ταγρίμια, εξηκολούθησε με πικρίαν, δεν παρανομιάζουνε τσ' ανθρώπους και δεν πειράζουν εκείνους που δεν τα πειράζουνε.

Διά ν' αποφύγουν τας πρωινάς σκηνάς, δεν τον είχον παραλάβει εις τον απογευματινόν περίπατον. Όταν δε ο Μανώλης τον επανείδε, τον ενηγκαλίσθη με διάχυσιν και του είπε: — Δεν ξαναπάμε μπλιο στα όρη, αι, Τριαμάτη; Στο χωριό 'νε καλά.. . έχει και κοπελιές ώμορφες. Είδες εσύ το Πηγιό, πούχει τσοι βασιλικούς και τα μαύρα μάτια; ... Δεν ξαναπάμε στα ωζά, αι, Τριαμάτη;