United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θες να του παίξης; μούπε ο Βασίλης και μούδιδε το τουφέκι. Α δεν τόνε πιάση ο σκύλος, θα μας τόνε σιμώση και τότε του παίζεις. Ετοιμάστηκα, αλλ' όταν ο λαγός πέρασε κοντά μου, λησμόνησα την ετοιμασία μου. Κιαν ερχότανε κατά πάνω μου, φοβούμαι πως θα έβαζα στα πόδια. Αλλ' ο σκύλος κατάφερε να τον πιάση.

Έγνοια σου, θυγατέρα μου, έγνοια σου, Μαργή μου, της είπε πραϋντικώς η χήρα, κεγώ θα μιλήσω του κυρού του. Άκου τον κουζούλακα πράμματα που τα κάνει! Αφού δ' εσκέφθη ολίγον είπε πάλιν ως να εμονολόγει: — Μα εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; ... Παράξενο πράμμα! Να σου πω, μωρή παιδί μου, καλός νέος είνε, κιάν είνε αλήθεια και τα 'χάλασε με τη Θωμαδοπούλα ...

Καλά 'καμες κιόλας κήρθες νύχτα, να μη δης πως έχω καταντήσει. Σώπασε και κατάλαβα πως σιγόκλαιγε. — Κιαν ο λοϊσμός μου, είπε σε λίγο, ήλεγε να μην ερθής, η καρδιά μου ελαχτάριζε να σε δω. Πάντ' ανήμενα κιώρπιζα πως θα σε δω, πριχού ναποθάνω, και καλά 'καμες κήρθες, γιατί ποιος κατέει... — Όι δε θαποθάνης.

Στο χωριό μας, αν και ορεινό, δεν έλειπε το βλάβος, δηλαδή η ελονοσία· κιαν δεν ήτον η αρρώστεια του Βαγγελιού, ο νους της μητέρας μου θα πήγαινε αμέσως στο ρίγο, δηλαδή τον κοινό πυρετό· και θα μεταχειριζότανε σε μένα τις συνειθισμένες θεραπείες του πυρετού.

Στο αναμεταξύ περνούσα, κατά την υπόσχεση πούχα δώσει, από το δρόμο τον Βαγγελιού. Κιαν μέβλεπε αυτή από το βάθος του σπιτιού δεν ξέρω· εγώ όμως δεν την έβλεπα και μόνο κάποτε ήκουα τον απαίσιο της βήχα. Από τη μητέρα της έμαθα πως από το κακό στο χειρότερο πήγαινε. Αλλά κιαυτή δεν παράλειψε να μου πη ότι δεν ήθελε να μπω στο σπίτι, για να μην έχη νέα λόγια και την έφταναν τα βάσανά της.

Η ιδέα ότι θα ξόδευαν λιγώτερα δεν τους αφήκε και να λογαριάσουν ότι ο δρόμος, όσο λίγος κιαν ήτο, θα χειροτέρευε τον άρρωστο. Ο γιατρός που τον κάλεσαν να τον κυτάξη είπε πως είχε πνευμονία. Είδε συνάμα πως η μύτη του ήτον κόκκινη και ρώτησε αν έπινε. — Ου! αποκρίθηκαν οι δικοί του, σταμνιά πίνει. Ο γιατρός έκαμε μορφασμό που σήμαινε: «Διάολε! αυτό 'νε κακό».

Ο Μόχογλους έπινε κρυφά, αλλά δεν έπινε για τούτο και το λιγώτερο. Στα πέντε λεπτά, που περίμενε ο Σιφογιάννης, συλλογιζότανε σε τι διάθεση θαύρισκε άρα γε τον Αγά. Κιαν ήτο στα δαιμόνιά του, τι κακό να τον περίμενε. Θυμότανε τα λόγια της γυναίκας του και μετανοούσε που δεν την άκουσε.

Άμα την έβλεπα, άμα το χέρι της άγγιζε το μέτωπό μου, όσο βαρειά κιαν ήμουν άρρωστος, το χαμόγελο ανέβαινε στα χείλη μου. Κ' η παρουσία της είχε τη μεγαλείτερη θεραπευτική δύναμη στις αρρώστειες μου. Αλλά και τα πειο πικρά και δυσάρεστα φάρμακα τάπαιρνα, ευχάριστα μάλιστα, από τα χέρια της. Η μεγάλη μου ευτυχία ήτο να με κρατή στην αγκαλιά της.

Κιαν τη μέρα δε σκότωνα τίποτα, τη νύκτα στα όνειρα μου έκανα θραύση. Καμμιά φορά μάλιστα ονειρευόμουν πως τουφέκιζα θηρία που γνώριζα μόνο από τη φυσική ιστορία ή από τα παραμύθια. Οι βοσκοί έκαναν ευχάριστη συντροφιά αν κήσαν απλοϊκοί διάπυροι του κόσμου. Είνε ζήτημα αν τρεις φορές το χρόνο πήγαιναν στο χωριό και κανείς των ίσως δεν είχε πάει στην πόλη.

Αυτός κι ο Σήφακας ήσαν οι πλιο μεγαλόσωμοι πολεμισταί του 21. Κείχε μια φωνή, που όταν τον ήκουαν οι Τούρκοι να φωνάζη «σταθήτε μπουρμάδεςτους έπιανε τρομάρα. Στη Γεράπετρο ανέβηκε στο μπεντένι με το Ζερβονικόλα, κιάν τους ακολουθούσαν κιάλλοι και δεν εδείλιαζαν, θα 'παίρνανε το φρούριον. Στη μεγάλη μάχη της Κρίτσας εσκότωσε με το χέρι του πέντε Μισυρλίδες.