Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Κανένας δεν μπορούσε να τους δη μαζί, χωρίς να φωτιστή το πρόσωπό του από ένα ηλιόφεγγο χαμόγελο και πολλές φορές μου έτυχε να το δω αυτό και να εχτιμήσω περσότερο τον πλούτο μου. Γιατί αυτήν την εποχή μου φαινότανε η ζωή πλουσιότερη παρά ποτέ. Τα λησμόνησα όλα όσα είχανε γεμίσει τη ψυχή μου με προαίστησες βαρειές και μου αρκούσε η στιγμή μονάχα.
Κ' είδα πως από όλα όσα μου είπε, είχα φυλάξει στο νου μου εκείνα που έπρεπε να λησμονήσω κ' είχα λησμονήσει ίσια ίσια εκείνα, που έπρεπε να μου είχανε τυπωθεί στη μνήμη περσότερο απ' όλα. Είχα φυλάξει ό,τι ταίριαζε με τους πόθους μου και λησμόνησα όλα όσα είταν ενάντια σ' αυτούς.
— Ούτε κι' αγάπησα καμμιά 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα, Ούτε λησμόνησα ποτές εσένα την καλή μου. Μήνες και χρόμα επλούτενα, για να γυρίσω τώρα, Με γρόσια 'ςτό δισάκι μου και λίρες 'ςτό κιμέρι, Κι' αρρωστεμένη να σε βρω και να σε βρω 'ςτό στρώμα; Φωτιά να κάψη τα φλουριά! κ' εγώ θα τα ξοδιάσω Σ' όλον τον κόσμο, 'ςτούς γιατρούς, για εσέ, για την υγειά σου!
Είχ' ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου τώδιδε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό. — Και πότε θα πάμε; — Ύστερ' από δυο μέρες, το σαββάτο πούρχεται. Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ' ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγωρα. Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας και στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο.
Αυτό ήτον όλο. Άρχιζαν δε αυτά τα σπουδαία γυμνάσια με το «μαρς!» κετελείωναν με το «αλτ!» Λησμόνησα να πω ότι κιο χαιρετισμός μας έγινε στρατιωτικός.
— Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το τραπεζάκι τα έβαλα. Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·
— Θες να του παίξης; μούπε ο Βασίλης και μούδιδε το τουφέκι. Α δεν τόνε πιάση ο σκύλος, θα μας τόνε σιμώση και τότε του παίζεις. Ετοιμάστηκα, αλλ' όταν ο λαγός πέρασε κοντά μου, λησμόνησα την ετοιμασία μου. Κιαν ερχότανε κατά πάνω μου, φοβούμαι πως θα έβαζα στα πόδια. Αλλ' ο σκύλος κατάφερε να τον πιάση.
Εμπρός στην πίστη της λησμόνησα το δισταγμό μου κ' η ασήμαντη εκδρομή μας πήρε στη φαντασία μας σχήματα παράξενα, έτσι όπως όταν κοντινά νησιά υψώνουνται στον ορίζοντα και λάμπουνε σε φως φανταστικό. Τέλος μια Κυριακή πρωί καθόμαστε στο κατάστρωμα του βαποριού και βιαζόμαστε να φτάσουμε κει που θέλαμε.
Έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω και μια στιγμή μου φάνηκε πως από την ώρα, που πάτησα το νησί αυτό, λησμόνησα όλα όσα είχανε τραβήξει τη σκέψη μου τόσον καιρό, όλη τη νευρικότητα, όλους τους δισταγμούς, τους δόλους, τους υπολογισμούς, όλον τον αγώνα να βιάσω τη γυναίκα μου να αιστάνεται όπως εγώ.
Άπαξ ή δις μάλιστα ενόμισεν ότι εστάθη, το έφερεν εις τα ώτα του, και αποτεινόμενος εις μικρόν τινα, ωχρόν και καχεκτικόν νεανίσκον, όστις έγραφε κεκυφώς επί παρακειμένου τραπεζίου και εξετέλει παρά τω Περδίκη το διπλούν έργον γραμματέως συνάμα και υπηρέτου, τον ηρώτησε· — Τι ώρα έχεις Δημήτρη; α! λησμόνησα ότι δεν έχεις ρωλόγι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν