United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα πόδια τους αρπάγια εγάτζωναν το σχοινί· τα χέρια τους μάγγανο έσφιγγαν τη σταύρωση και η ψυχή αδάμαστη μέσα τους, εξάναβε τον θυμό και την καταφρόνια του σύμπαντος. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες μόνον, τον τρίγκο και τους φλόκους είχαμε ακόμη ανοιχτούς· μα ήσαν αρκετά για να μας σύρουν στον όλεθρο. Τα μπάρκο έτρεχεν ακόμη θεόστραβο στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξευρε.

Δεν αρνούμαι πως το διανοητικό ιδεώδες είναι δυσκολόφθαστο ούτε ότι είναι, κ' ίσως και για πολλά χρόνια ακόμη θα είναι, αντιδημοτικό στον όχλο. Είναι τόσον εύκολο στους ανθρώπους να συμπαθούν τη δυστυχία και τόσο δύσκολο να συμπαθήσουν τη σκέψη.

Ο Παγγλώσσης δεν πρόφθασε να τελειώση τη φράση, όταν ο μαύρος άνθρωπος έκαμε ένα σημάδι στον ακόλουθό του, που του σερβίριζε κρασί του Πορτό ή του Οπόρτο. &Πώς έκαμαν ένα ωραίο άουτο-ντα-φε για να σταματήσουν οι σεισμοί και πώς ο Αγαθούλης εμαστιγώθηκε&

Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον τον καιρό της κακής μου ξενιτειάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, κι' η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου.

Σςς! -Τι έπαθε τούτη! Λύσσαξες κυρούλα μου; Σα λύσσαξες να πας στον Παμπούκη!

Τότε ο Κηβριόνης ένιωσε τους Τρώες πως σκορπούσαν αμαξωμένος, στο πλεβρό του Έχτορα, και τούπε «Έχτορα, εμείς με τους οχτρούς χτυπιούμαστε εδωκάτου στην άκρη του κακόηχου πολέμου, όμως οι άλλοι Τρώες τσακάνε ανάκατοι, πεζούρα κι' αμαξάδες. 525 Ο Αίας τους στενοχωράει, ο γιος του Τελαμώνα· καλά τον ξέρω, την πλατιά φοράει στον ώμο ασπίδα.

Να θέλη και καλά, να το κάμη να μιλή, να φέγγη, ν' αστράφτη!... Δεν λυπάται τον κόπο της, η σκύλα, ν' ασβεστώνη τρεις φορές την εβδομάδα, πέντε φορές την εβδομάδα να σφουγγαρίζη!... Μ' έχει αφανίσει στον ασβέστη, δεν προφταίνω να της αγοράζω σφουγγάρια... Κάθε Σάββατο έρχεται ο Στέργιος ο Καμινής και μου γυρεύει λεπτά... Τακούτε σεις!... Οι βουτηχτάδες, οι Καλύμνιοι, οι Αιγηνίτες, οι Τρικεριώτες, δεν έχουν άλλο μουστερή από μένα... Μάθανε τώρα το δρόμο, και πηγαίνουν τα ίσαστο σπίτι. «Σφουγγάρια καλά!

Άιου! ... ρέκαξε η δόλια η μάννα. Καταϊδρωμένος ο Πέτρος ο Τσαϊπάς ανέβηκε στον τράφο ν' αγναντέψη· δεν είχε δύναμη ούτε όρεξη να πάη μακρύτερα. Το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο· έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σα βελονοβροχή. Τα στεκάμενα νερά της Λάκκας έζεχναν και φαρμάκωναν. Ζερβόδεξα τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα κουρνιαχτισμένα κι άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα.

Μεταξύ πάλε της δεύτερης και της τρίτης σειράς βρισκόντανε σωριασμένοι κοινοί γιατροί, δασκαλάκια, μικροτεχνίτες, και πλήθος άλλοι παρατρεχάμενοι των πλούσιων. Όσο για τον Κλήρο, αυτός καθώς ξέρουμε είταν ολότελα ξέχωρος κύκλος· σα να πούμε, κόσμος μέσα στον κόσμο. Αυτοκράτορά του είχε τον Πατριάρχη, αριστοκρατία του τους Επισκόπους, και πάει λέοντας.

Πολλοί, όπως είπαμε, θα προτιμούν να τρώγονται με τα μικροπολιτικά και τις μικροραδιουργίες του τόπου τους. Και γι' αυτό γίνονται βουλευτές τώρα, για να καταφέρουν καλλίτερα τις δουλειές τους στον τόπο τους. Και θα φιλοτιμηθούν μερικοί καλοί να δείξουν την αξία τους για να γίνουν βουλευτές. Και αυτοί οι βουλευτές δε θα έχουν κανέναν ιδιαίτερο σύνδεσμο ή υποχρέωση με καμιά κοινότητα ή επαρχία.