United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ' εκεί σωροί, σωροί από γυναίκες, και κορίτσια, τους έσφιγγαν στην αγκαλιά τους, τους έβρεχαν με τα δάκρια τους, τους χαμογελούσαν τους έδιναν παραγγελιές κι ορμήνιες φιλιά και πάλι φιλιά.

Πώς την έσφιγγαν τα δάχτυλα του γλυκά κάτω απ’ τις αμασχάλες!. . . Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Πάμε, πάμε στο βουνό ί. . .

Έπειτα άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις τρόπον που χωρίς να απεικάσω ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα· έχασα το καλόν μου όνομα εις το Σουράτ· κανείς πλέον δεν με επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε δεν είχα.

Ο Δημητράκης έμενε ακίνητος στη θέση του, χλωμός σα θειαφοκέρι και κύτταζε τον αδερφό του με θλίψη. Τον κύτταζαν κ' οι άλλοι κ' έσφιγγαν τα χείλη τους να μη σκάσουν τα γέλοια. Μα εκείνος σα να ήταν ολομόναχος εξακολουθούσε να γροθοκοπάη τον αέρα και να μπομπαρδίζη τον οχτρό του. — Μπαμ! μπουμ!.. φσ. ... φσ.... μπαμ! μπουμ! .. μπιμ! ... Άξαφνα όμως βρόντησαν τα γέλοια.

Τούτα εγλυκοκελάιδισαν• ποθούσα εγώ ν' ακούω, κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν, κ' εκείνοι έπεσαντα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι• ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης 195 και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν. και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι, το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι, οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. 200

Και πολλές φορές συνέβηκε να χυθή το γιατρικό κ' η σούπα επάνω της, γιατί κι αυτός κυττούσε αλλού Και περνούσαν οι νύχτες. . . Τι νύχτες ήταν εκείνες ! Δεν ήταν ο Νίκος που κοιμότανε στο πλευρό της; -τόσο βαθιά, τόσο βαθιά ! Γιατί δεν την έσφιγγαν τα δυνατά του χέρια σαν πρώτα; γιατί δε γύρευαν τα χείλια του τα δικά της; το ζεστό κορμί του το δικό της που κρύωνε αιωνίως ;. . .Αχ, η Πίκρα κ’ η Σιγαλιά κάθονταν άγρυπνες στο προσκέφαλό της και της έπιαναν τα στήθια και της πάγωναν τα χέρια ίσαμε τα νύχια. . και την καρδιά του Νίκου- Όλη η ζωή που της έμενε είχε μαζευτή αυτόν τον καιρό στα μάτια της: αυτά μιλούσαν, αυτά φώναζαν, αυτά έτρεχαν απάνω-κάτω και σηκώνανε χέρια παρακαλεστά, αυτά σπάραζαν και σβήνανε λιγόθυμα.

Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Κι' ο Αίας πια στο πλοίο 101 δεν έστεκε, τι οι κονταριές τον έσφιγγαν των Τρώων. Του Δία τον νικούσε ο νους κι' οι τόσοι αντάμα Τρώες βαρώντας· κι' έβγαζε φριχτή τριγύρω στα μηλίγγια, σαν το χτυπούσαν, ταραχή τ' αστραφτερό του κράνος, 105 γιατί όλο στα καλόφτιαστα στεφάνια το βαρούσαν.

Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια. Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να εύρουν το αθάνατο νερό.

Άλλοι αγκαλιασμένοι στο κατάρτι έσφιγγαν ζουλώντας άπονα το στήθος τους. Δύοτρεις σκυμμένοι κάτω έβλεπαν το στεκάμενο νερό κ' εβλαστημούσαν, έφτυναν απάνω του με τρομερή αγανάχτησι. Ένας ερέθιζε τον μαύρο καραβόσκυλο να ριχθή στη γάτα και να την ξετινάξη.

Μα καθώς εσήκωσα τα μάτια σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είνε το θαύμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες έσφιγγαν Βριάρεως χέρια το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, εβύζαιναν τους μαστούς, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, εγάτζωναν τις ποδιές του ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμις ακαταγώνιστη.