United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπι με σφουγγάρι τα διο του χέρια ολόγυρα ξεπλαίνει και την όψη, το σνίχι το βασταγερό, τα δασωμένα στήθια. 415 Και ντύθη, πήρε ένα παχύ ραβδί και τράβηξ' όξω, κι' ήρθε σε λίγο εκεί κοντά που κάθουνταν η Θέτη 422 στο λαμπροσκάλιστο θρονί.

Μα κι' έτσι μέσα την καρδιά δεν τούπειθαν στα στήθια, ως που πια οι πόρτες έπεσαν, και τα πυργιά οι Κουρήτες πατούσαν, κι' έβαζαν φωτιά παντού στη χώρα γύρω.

Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά. — Ο Πανάγος! Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.

Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Εκεί τον Κράχτη, τ' Ακουστού το γιο, ο λαμπρός ο Αίας τρυπάει στα στήθια ενώφερνε φωτιά για το καράβι· 420 κι' έπεσε αχώντας, κι' ο δαβλός του γλύστρησε απ' τα χέρια.

Έτσι είπε, και του τ' άγγιξε τα σπλάχνα μες στα στήθια, και ξεκινάει απ' τα πλοία ομπρός να πάει στον Αχιλέα 805 τρεχάτος.

Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες 345 πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.

Κι' είταν στρωμένη χάμου η γης μαβροδεμένες πάλες πλατιές πανώριες, και κορμιά με γυμνωμένα στήθια. και λες ποτάμια τρέχανε μαβρόθολα απ' το αίμας. 715

Έτσι οι συντρόφοι κάθισαν το Σαρπηδό από κάτου απ' τη χαριτωμένη οξά του βροντορήχτη Δία· κι' ένας του βλάμης γκαρδιακός, ο δυνατός Πελάγος, του τράβηξε όξω απ' το μερί το φράξινο κοντάρι. 695 Κι' ο δύστυχος λιγοθυμάει, και γύρω μια μαβρίλα στα μάτια του ξαπλώνεται. Μα πάλι ψυχοπιάνει, και του βοριά το δρόσισμα, π' ολόγυρα φυσούσε, τα στήθια του ζωντάνεβε τα βαριολιγωμένα.

Ο κόσμος εκύτταζε χωρίς φωνή, χωρίς πνοή... Ύστερα μονομιάς από πολλών τα στήθια εβγήκ' ένα «Μέγας ει, Κύριεκαι δυο τρεις χωριάτισσες είπαν «Χριστός 'δε σέρ- Μαρία