United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρο Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπορούσε να πηδήξη σε πηγάδι για να γλυτώση σκυλί, μα είταν καλός και να ξαντερώση κλέφτη, αν τον έπιανε σταμπέλι.

Ο μικρός Σβεν δεν έπαιζε πολύ μ' άλλα παιδιά και δεν του άρεσε να μένη πολύ μαζί τους. Γύριζε πάλι στη μαμά, σα να είταν αυτό το φυσικότερο πράμα του κόσμου. Και δεν τον έμελε αν έκοβε το παιγνίδι στη μέση και τάλλα παιδιά θυμώνανε. Μόλις έβλεπε τη μαμά, έτρεχε σ' αυτή, της έπιανε το χέρι και πήγαινε κοντά της.

Εκεί που θα ειπής τον Τσικνιά δε λες καλήτερα τση Μύκονος τον Τούρλο; επρόσθετεν άλλος, κυτάζοντάς τον κατάματα. Εκείνος εγύριζεν αλλού, τάχα πως δεν άκουε κ' έπιανε κουβέντα με τον Μπαρμπατρίμη για τον καιρό.

— Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή. Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα, λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες. — Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ γιατί ζαλίστηκα.

Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την ψυχή.

Είχε τη χάρη της αυγής, της χρυσοστολισμένης, Σίντας προβαίνη ασύννεφη ψηλά στα κορφοβούνια, Κι’ όταν την έπιανε ο καημός κι’ αρχίναε το τραγούδι, Στέκονταν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα για ν’ ακούσουν, Κι’ από τη ζήλια την πολλή βουβαίνονταν τ’ αηδόνια.

Άμα έβγαινε το πουρνό απ' την Εκκλησιά, από τη στερνή φορά που είχε ξαναρχίσει να πηγαίνη, το έστρων' εκεί στα σκαλοπατάκια, όχι μακριά απ' το σπίτι της, κ' έπιανε λακριντί με της γειτόνισσες. Της καθημερινές έκανε και τη ρόκα της, εδούλευε κ' η γλώσσα της, σαν να έκαναν ζευγάρι τα δυο.

Στον καφενέ του Καπετάν-Πεφάνη το δειλινό πάντα μαζεμμένα τα γεροντάκια. Τις Κυριακές δεν έλειπε κανένας. Ήταν και η μέρα του βαποριού. Κάθε οκτώ και κάποτε κάθε δεκαπέντε έπιανε το βαπόρι του Βώλου. Κατά τον καιρό. Κάποτε περνούσε και μήνας που δεν έβλεπαν βαπόρι. Εκείνη την Κυριακή το περίμεναν χωρίς άλλο. Η θάλασσα ήταν λάδι.

Κ' εκείνος απελπισμένος ερριχνόταν πάλι στον βυθό και άρχιζε νέο ψαχούλεμα, έπιανε αγώνα νέον, έβλεπε πάλιν αίματα και κρεάτων ξεσκλήδια και πτώματα γύρω του. Τέλος έφεξεν η αυγή και τα επρύμισε πάλι για το πέλαγο, η μηχανή του Πίπιζα. Ο Γρίτης από τα χθες είχεν ιδεί μια θέσι γεμάτη από μελάτι· καθαρό μελάτι· λειβάδι ατρύγητο.

Τότες ήτον οπούχε βάλειτο νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα... ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε που να τον βάλουν.