United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός έστεκεν εις υψηλόν θρόνον καμωμένον εις μορφήν Δράκου, εγκοσμημένον με πολύτιμες πέτρες, και είχεν ολόγυρα του θρόνου του πολλούς φύλακας με τα σπαθιά γυμνά εις τα χέρια· ο οποίος βλέποντάς τον Καλάφ έστειλεν ένα του φύλακα διά να τον εξετάξη το τι είνε ο ερχομός του εκεί.

Εγώ είμαι πολλά ευχαριστημένος, μου είπε τότε ο αρχηγός των Αράβων, που έμαθα το ποίος είσαι· είναι πολύς καιρός που ημείς μισούμεν θανατηφόρως τον πατέρα σου, αυτός έκαμε να κρεμάσουν πολλούς από τους συντρόφους μας, που του έπεσαν εις τα χέρια· διά τούτο και εσύ με τον ίδιον τρόπον θέλεις τιμωρηθή.

Κι' αυτοί τον θεόν έστησαν ευθύς την εκατόμβηντον ευμορφόκτιστον βωμόν τριγύρουτην αράδα. Έπειτα χερονίφθηκαν, ταις ουλοχύταις πήραν. Κι' ο Χρύσης μεγαλεύχουνταν, σηκώνοντας τα χέρια· Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις, Και Κίλλαν, και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις. Σε παρακάλεσα προτού, κ' εσύ ακούοντάς με, Κατάβλαψες τους Αχαιούς, και τίμησες εμένα.

Ήταν όλα με τάξη και χωρισμένα κ' η μια ρίζα μακριά από την άλλη · μα τα κλαριά τους έσμιγαν ψηλά το ένα με τ' άλλο και μπλέκανε τα φύλλα τους· κ' έτσι φαίνονταν πως κι αυτά ήτανε φτιαστά. Ήτανε και λουλουδιώνε βραγιές, που άλλα τάβγαζε η γις κι άλλα τα φύτευαν τριανταφυλλιές και λαλέδες και κρίνα τα είχανε φυτέψει ανθρώπινα χέρια· γιούλια και μανούσια και γαλατσίδες τάβγαζε η γις.

Και φέρνοντάς την στο βωμό ο γνωστικός Δυσσέας, 440 στα χέρια του γερο-γονιού τη δίνει και του κάνει «Γέρο, στη Χρύσα ο βασιλιάς με στέλνει να σου φέρω την κόρη, κι' εκατοβοδιά να σφάξουμε του Φοίβου, για ναν του σπλαχνιστεί η καρδιά τους Αχαιούς που τώρα στον κάμπο πολυστέναχτες τους έστειλε λαχτάρες445 Είπε, και του την έδωκε στα χέρια· το παιδί του το πήρε ο γέρος με χαρά.

Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την ψυχή.

Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω σέρνει με βια το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ, και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα. Λες και ψαρεύει μ' όλη του τη δύναμι στα χέρια· πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.

Τόσος θόρυβος εγίνετο, ώστε το κανάρι εξύπνησεν εις το κλουβί του, και ήρχισε να κελαδή και να λαλή στίχους. Μόνον δύο δεν εσάλευαν από την θέσιν των: ο χωλός στρατιώτης, και η χορεύτρια, η οποία εξηκολούθει να στέκη εις την άκραν των δακτύλων του ενός της ποδός και να τεντώνη τα δύο της χέρια· ο δε στρατιώτης είχεν όλην την ώραν τα μάτια του στηλωμένα επάνω της.

Η Βερενίκη ανάλαμπε στις φρόνιμες γυναίκες κ' ήταν ασύγκριτη τιμή και δόξα στους γονιούς της. Τον κόρφο εκείνης η θεά της Κύπρου η Αφροδίτη εχάιδεψε με ταπαλά και λυγερά της χέρια· γι' αυτό και δεν αγάπησε, κατά πως λένε, τόσο κανένας τη γυναίκα του, όσον ο Πτολεμαίος.

Ετσι είπε, και της σφούγγιζε το θεϊκό νιχώρα με τα διο χέρια· κι' έγιανε το χέρι, κι' οι βαριοί της πόνοι μαλάκωσαν. Κι' αφτές, η Αθηνά κι' η Ήρα, θωρούσαν, κι' έτσι αγγιχτικά πειράζανε το Δία. Και πρώτη πήρε του Διός ναν του μιλήσει η κόρη 420 «Πατέρα Δία, κάτι τι θα πω, και μη θυμώσεις.