Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Και θάσαι σκυμμένη στον ώμο μου σαν τότες, και το χέρι μου θ' αγκαλιάζη την ολόθερμη δαχτυλιδένια μέση σου. Πέρα από τ' αμπέλια μόλις θα φαίνουνται μέσ' απ' τα κλαριά τα τσαπιά των αργατών λαμποκοπώντας στον ήλιο, που θα σκάφτουν τη γις, μόλις θα φτάνουν τα τραγούδια τους.
Κούνησε το κεφάλι κάνοντας ζωηρή χειρονομία. — Όχι, φώναξε, δε θέλω τίποτες άλλο από αυτό που υπάρχει, θέλω να κοιμηθώ μια μέρα στη γις, κάτω από έναν ανθοσπαρμένο σωρό χώμα. Αυτό είναι όλο όλο εκείνο που θέλω και γι' αυτό παρακαλώ το θεό κάθε βράδι. Κάθε βράδι έκανε τη δέησή της στο θεό κι όμως δεν πίστευε στην αθανασία.
Όταν γύριζα εδώ μέσα και συλλογιζόμουνα πως θα πέθαινα και θα πήγαινα κοντά στο Σβεν και το συλλογιζόμουν αυτό έτσι, ώστε να νομίζω πως μου έφευγες και συ κι όλα μου φεύγανε κ' η γις έμενε άδεια κ' έρημη — είχα τόσον τρόμο, τόσο φοβερόν τρόμο. Γιατί πίστευα πως θαρχόμουνα στην ανάγκη να το κάμω μόνη μου. Αυτό είτανε το χειρότερο απ' όλα. Μα τώρα ξέρω πως δε θα χρειαστή να το κάμω ποτέ.
Σκορπάει τα διαμάντια του απάνω στη γις, πιστέβεις ή δεν πιστέβεις, κ' έτσι καμιά μέρα, και στραβός να είσαι, θα καταλάβης πως εκεί μπροστά σου κάτι λάμπει, κ' ίσως ανοίξουν τα μάτια σου μοναχά τους, για να διής και το φως. Κρίμας, αλήθεια, να μην είμαι Παναγιά. Σας το λέω, παιδιά μου, θα τάπαιρνα όλα ένα ένα και θα τα γιάτρεβα όλα.
Ορίστε λοιπόν που βρήκαμε κι άλλονε προπαγαντίστα, το Νικηφόρο το Φωκά, «τον τρέμει η γις κι ο κόσμος.» Κι ο Νικηφόρος ο Φωκάς είχε απαράλλαχτα την ίδια ιδέα που είχε ο Κωσταντίνος ο Μεγάλος, αφού κι αφτός νόμιζε πως «νέα Ρώμη» δε σημαίνει τάχα διόλου Ρώμη δέφτερης τάξης, παρά Ρώμη αφτοκρατορικιά, Ρώμη που ο Καίσαρας βασιλέβει, Ρώμη λατινική της Ιταλίας, — «νόμιμη, αναγνωρισμένη διαδόχισσα της αρχαίας » — κ' έτσι βαστούμε πια και τον πιο περίφημο σημερνό μας προπαγαντίστα, τον Οικουμενικό τον Πατριάρχη, που κι ας μας χτυπούν εμάς, όσο θέλουνε, γιατί γράφουμε τα ρωμαίικα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ωςτόσο λέγεται κ' είναι αναγκασμένος να λέγεται «Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ.»
Μα αυτά ύστερα τα ονομάτισαν και τα έκαμαν· τότε όμως, άμα ενύχτωσε, τους εσυντρόφευαν όλοι ίσαμε την κάμαρά τους, άλλοι παίζοντας το σουραύλι, άλλοι τη φλογέρα κι άλλοι κρατώντας αψηλά μεγάλες λαμπάδες. Κι όταν έφτασαν κοντά στη θύρα, ετραγουδούσανε με σκληρή κι άγρια φωνή, σαν να ξέσκιζαν τη γις με τσουγγράνα κι όχι σαν να τραγουδούσαν του γάμου το τραγούδι.
Επειδή, αν κ' ήτανε γιδάρης, τώρα θαρρούσε και τη θάλασσα πιο γλυκιά από τη γις, γιατί τον εβοηθούσε να παντρευτή τη Χλόη.
Έχω όμως τόση βεβαιότητα στην πίστη μου, ώστε χαμογελώ μέσα μου όταν την ακούω να μιλή για το θάνατο. Μπορώ να την ακούω να λέη πως ποθεί να φύγη και μπορώ να αιστάνουμαι το χάδεμά της, άμα με παρακαλεί να τη συχωρέσω. Τότε απολαβαίνω το χάδεμα και λησμονώ τα λόγια της. Έχω μια μεγάλη, απέραντη βεβαιότητα πως η νίκη είναι τελειωτικά δική μου κι όχι εκείνου, που κοιμάται στη γις.
Δύο τρία φιλιά μόλις προφταίνει να της δώση ακόμα στα χλωμά της μάγουλα. Κι αυτά βιαστικά, σα να της τάκλεφτε. Δυο φιλιά; Τι να της κάμουν αυτής δυο φιλιά· πως να την παρηγορήσουν; Κ' η γις κι ο κόσμος όλος της φαίνεται, πως βυθίζεται μπροστά στα ποδάρια της.
Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν