United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί θα θυμώση ο μπαμπάς. Όλα αυτά φαινόντανε της μαμάς τόσο περίεργα, ώστε έταζε του Σβεν ό,τι ήθελε· και του έταζε φυσικά και πως δε θα το πη του μπαμπά. Κι ο Σβεν έβγαινε όξω κ' είταν ήσυχος κ' ευχαριστημένος που η μαμά δεν πρόδινε την παρακοή του και που έβλεπε πως είτανε συνεννοημένος με τη μαμά.

Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτήν τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του. Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτόν καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτό βουνό χαράματα.

Έλα εδώ, Δώρα. Οι παραπάνω, ΔΩΡΑ Καλησπέρα σας κύριε. Μπαμπά μου. ΜΙΣΤΡΑΣΕίδες πως σ' επρόδωκα, κοκκώνα μου; Θα μ' έχης μια φούρκα, μάτια μου. ΦΛΕΡΗΣΤι τρόπος είναι αυτός; Ω; πότε θάσαι αγρίμι; Δώσε το χέρι σου στους κυρίους. Δε γνωρίζεσαι με τον κ. Νίκο; Ω! βέβαια . . .

Αύριο θα ξαναφυσήση πάλι. ΔΩΡΑΔεν είναι αυτό, μπαμπά μου. Μα, δεν ξέρετε, είδα κάτι τι τώρα που μου χάλασε όλη τη διάθεση. Είδες κάτι τι; Τι είδες, παιδί μου; ΔΩΡΑΤώρα που ανέβαινα τη σκάλα είδα μια κυρία κάτω στην είσοδο. Κρατούσε το μαντύλι στο πρόσωπό της και προσπαθούσε να κρύψη τα δάκρυά της. Φαινότανε πολύ δυστυχισμένη. Αν ξέρατε τι κακό που μούκανε. Αι, παιδί μου!

Η σκοτεινιά της νύχτας, του κυμάτου το φούσκωμα, η φωνή και ο αφρός· των αρμένων το τρίξιμο, του καραβιού το κύλιμα, το σχοινάκι που παραλυμένο εχτυπούσε δίπλα στον θαλασσομάχο και η αλυσίδα που έσκουζε κουλουριασμένη στον μπαμπά, όλα είχαν φωνή και μας έδειχναν πως κακή γκαστριά έκανεν η Φύσις.

Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.

Ένα πρωί ακούσαμε όξω στην αυλή τους ήχους ενός οργανέτου κ' επειδή εκείνες τις μέρες ο Σβεν είχε φάει κάτι και μιλούσε και φαινότανε φαιδρός, τονέ ρωτήσαμε αν ήθελε να τονέ φέρουμε στα χέρια όξω να δη τη μαϊμού. Άλλοτε είταν ο Σβεν εκείνος, που έτρεχε πρώτος, όταν ακουγότανε κανένα οργανέτο. Έτρεχε βιαστικός στον μπαμπά και του ζητούσε πεντάρες.

Φυσικά η μαμά δεν μπορούσε ναντισταθή. Και ποτέ του δεν είτανε τόσο ευχαριστημένος ο Σβεν. Έγερνε κει το κεφάλι στο χέρι της μαμάς, έκλεινε πάλι τα μάτια κ' έμενε ήσυχος και σιωπηλός όσο που άρχιζε να ξαναβρίσκη τη δύναμη του. Τότε σηκωνότανε πάλι, πριν όμως σηκωθή, κοίταζε τη μαμά με τα παράξενα μάτια του: — Μην το πης του μπαμπά. — Δεν το λέω· μα γιατί; έλεγε η μαμά.

Όλων τας γνώμας λέγε σπουδαίας και σοφάς, την προσωπίδα σχίζε παντού της αρετής, κι' αν θέλης του μπαμπά σου το ξύλο να μη φας, ποτέ μη σου καπνίση να γίνης ποιητής. Μα όλ' αυτά που είπα επήγαν 'στα χαμένα· το πλάσμα μου ανήκεν εις το ωραίον φύλον . . . Ω κόρη μου, και τώρα τι να ειπώ για σένα; σ' εύχομαι πλούτον κάλλους κι' εκατοντάδα φίλων.

Και εκεί που έφευγε το πιο μικρό ήθελε ακόμη να του πη κάτι στο αυτί. Του εμπιστεύθηκε πως όλα τα μεγαλύτερά του αδέλφια είχαν γράψει ωραίες ευχές για τον καινούριο χρόνοτόσο μεγάλες! — μια για τον μπαμπά, μια για τον Αλβέρτο και την Καρολίνα, και μια άλλη για τον κύριο Βέρθερο· θα της έδιναν την πρωτοχρονιά το πρωί-πρωί.