Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Και προσέθηκεν: — Νά ο κυρ-Δμάκης το παίρνει το κορίτσι της Αχτίτσας. Τον ακούτε πώς τραγδάει; Θα δέσουν της παντρειές, μεθαύριο, τα Χριστούγεννα! Σαν πάρη, λέει, τα δέκατα, τώρα δεν αδειάζει. — Και σαν δεν τα πάρη; Ηκούσθη φωνή ως από τους κρυφούς της νυκτός κόλπους, βραχνή, πένθιμος. Πρωί-πρωί. Χαράματα.

Κι όταν όλοι έμαθαν γλήγορα, ότι ο Διονυσιοφάνης βρήκε γιο κι ο Δάφνης ο γιδάρης βρέθηκε αφέντης των γιδιών, έτρεχαν όλοι με τα χαράματα από κάθε μεριά για να χαρούνε μαζί με το παλληκαράκι και φέρνοντας στον πατέρα του χαρίσματα· και πρώτος απ' όλους ο Δρύαντας που ανάθρεφε τη Χλόη.

Εκείνες τις ημέρες εβγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσώτης καπετάνιος ναυτολογεί για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είνε πως εγώ το άκουσα τελευταίος. Ο ταβερνάρης που μ' επίστωνε ήρθε ένα βράδυ και μου λέγει στο αυτί: — Πάρε το καρτάκι για χαρτζιλίκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπετάν Μπισμάνη κ' έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα.

Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτην τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του. Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτον καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτο βουνό χαράματα.

Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της. — Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα. Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα.

Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτήν τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του. Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτόν καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτό βουνό χαράματα.

Όλοι ξέρουν όλους, και τα τριγυρινά τους πράγματα. Άλλο από γειτονιές δεν υπάρχει. Χαράματα σηκώνεται ο άντρας, βουτά μια κομμάτα ψωμί στο κρασί του, και με το δισάκκι και την τσάπα, με το ζώο που θα οργώσει και με το παιδί του, πάει στο χωράφι, στ' αμπέλι ή στο μποστάνι. Σηκώνεται κ' η γυναίκα του και πάει στη βρύση για νερό.

Αποβραδίς εστράγκιξε τη μπουκάλα ο Καπτάν-Μιχάλης και τόρα στα χαράματα εμέθυσε από χαρά κι αφτός. Και λάμνοντας σιγόκλαιε· Να ήταν η θάλασα κρασί, Ω, τύχη και ζωή χρυσή! Η σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα ακούσαμε που κουφογόγκηξε, σα να την ανέβαιναν τρεις τέσεροι απανωτά.

Τάρριξε ο Ηγούμενος μια ματιά, και μας είπε πως είναι γραμμένα σε βάρβαρη γλώσσα. Τα κοίταξε κ' ένας καθηγητής που ταξίδευε στα μέρη μας τις προάλλες, και σούφρωσε τα φρύδια του και τα χείλη του σαν το χορτάτο που βλέπει ξερό ψωμί. — Είμαι περίεργος να τα δω και γω, είπα του Καλόγερου. Και κάθισα, κι' άρχισα να διαβάζω. Πρέπει να κοντεύανε χαράματα σαν ξανάδεσα τα χαρτιά στο πανί.

Ο ένας άξαφνα κάθεται τη νύχτα και δουλέβει, με τη λάμπα αναμμένη· ο άλλος πάλε σηκώνεται με τα χαράματα και τραγουδάει όλη μέρα· δεν είναι δυνατό οι δυο αφτοί να ζήσουνε στην ίδια κάμαρα. Όταν κανένας δε μου φαίνεται νάχη σωρό σωρό ιδέες ή τουλάχιστο τέτοιες ιδέες που ναξίζη να ξετάσης τι είπε και τι δεν είπε, αποφέβγω και γω τα βιβλία του.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν