United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με κοίταξε με μεγάλα, ξαφνισμένα μάτια: — Δεν μπορείς να πιστεύης, όπως πιστεύω εγώ Γιατί έχεις κιόλας κάποιο δισταγμό αν είναι δυνατό, είπε. Εγώ όμως το ξέρω και δεν έχω κανένα δισταγμό. Μια ανάμνηση ξύπνησε μέσα μου, η ανάμνηση της ώρας, που μου παραπονέθηκε πως την έκαμα να χάση την πίστη, που είχε στην πραγματικότητα την έξω από το αισθητό.

Ήταν ατός του σαραβαλιασμένος κι ανήμπορος. Κ' έτσι όμως κατώρθωσε να σηκωθη κ' ετοιμάστηκε να τιμωρήση τον αδικητή του. Μα την ίδια στιγμή χύμησε μιαν αρκούδα στη μέση. Γούρλωσε τα μάτια της, άνοιξε το αιματοστάλαχτο στόμα της κ' έβγαλε τρανταχτό ούρλιασμα. Από κείνο το ούρλιασμα ξύπνησε ο Χαγάνος χλωμός και παγωμένος. Ώρα πέρασε και δε μπορεί να συνέρθη ακόμα.

Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της. — Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα. Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα.

Όταν αποκοιμηθήκαμε, ακούγαμε ακόμα το θόρυβο του ανέμου και των κυμάτων κι όταν έπαψε η ταραχή, μας ξύπνησε η γαλήνη. Εμπρός από τα παράθυρα μας απλωνόταν η θάλασσα ήσυχη και μεγάλη. Την ανάμνηση αυτή την είχα σημειώσει από χρόνια.

Τι παράξενο λοιπόν αν πήρε η Πουλχερία την καθαυτό, εξουσία; Αν είχε από φυσικό του μεγάλη αξιωσύνη ο Θεοδόσιος, και να τόθελε η αδερφή του πάλε δε θα μπορούσε να πνίξη το χαρακτήρα του. Μα κι όση διδασκαλία τούδωσε πρέπει να τον ξύπνησε κάπως, κι όχι τον αποκοίμισε ολότελα, καθώς κρίνουνε μερικοί.

Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς! Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσωμε γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας! Με τα πολλά ξύπνησε η τσούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κύτταξε κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας: — Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μώκανες! Αχ! τι μώκαμες, παλιοβάβω! Αχ! τι μώκανες!

Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε. Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθή κοντά στον καλό της. Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα.

Καθώς η Βασίλισσα του έβγαζε την πανοπλία του, η φαρμακωμένη γλώσσα του δράκοντα έπεσε από την μπότα. Τότε η Βασίλισσα της Ιρλανδίας ξύπνησε τον πληγωμένο με κάποιο βότανο, και του είπε: «Ξένε, γνωρίζω ότι συ πραγματικώς σκότωσες το θεριό. Όμως, ο αυλάρχης μας, ένας άπιστος, ένας τιποτένιος, τούκοψε το κεφάλι, και ζητάει γι' αμοιβή την κόρη μου την Ιζόλδη την Ξανθή.

Ονειρεύτηκε όμως τη Νοέμι που τον κοίταζε με κακία και του έλεγε ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια: «Τον βλέπεις; Τον βλέπεις τι άνθρωπος είναιΞύπνησε με ένα βάρος στην καρδιά. Αν και ήταν ακόμη νύχτα σηκώθηκε, αλλά ο Τζατσίντο είχε κιόλας φύγει.

Δεν είνε τίποτα· η γάτα της βιβλιοθήκης ξύπνησε, είπε ο Δημητράκης· εμπρός!... Βρέθηκαν στο σκοτάδι· η λάμπα είχε πέσει μαζί με το τραπέζι κ' έγινε σύψαλα στο πάτωμα. — Αριστόδημε!... πού είσαι Αριστόδημε! αδερφέ! φώναξε ο Δημητράκης περίτρομος. — Α!... αίματα... πατάω αίματα!... είπε η Ελπίδα ανατριχιάζοντας. — Φως!... ένα φως!... πρόσταξε ο Δημητράκης τον Κουτρουμπή· γρήγορα . .