United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ή για να γυρίσωμε πίσω στα περασμένα, πάρε άλλο παράδειγμα, τους αρχαίους Έλληνες. Νομίζεις ότι η Ελληνική Τέχνη μας λέει καμμιά φορά σαν τι ήταν οι Έλληνες; Πιστεύεις ότι οι Ατθίδες ήταν όμοιες με τις αγαλματένιες μεγαλοπρεπείς μορφές των ζωοφόρων του Παρθενώνος ή σαν τις θαυμαστές θεές που είναι καθισμένες στις τριγωνικές προσόψεις του ίδιου μνημείου; Αν κρίνετε από την Τέχνη, βέβαια θα ήταν.

Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς! Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσωμε γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας! Με τα πολλά ξύπνησε η τσούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κύτταξε κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας: — Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μώκανες! Αχ! τι μώκαμες, παλιοβάβω! Αχ! τι μώκανες!

Αυτή ξανακοκκίνησε ως μέσα στα μάτια κ' έκανε με το κεφάλι «όχι». Δε θαργήσωμε ξαναείπ’ ο Νίκος που με τις ματιές του αγκάλιαζε την πορφυρή της επιθυμία, την άλαλη, κ’ έπαιρνε κι ο ίδιος φωτιά, σα να του φαινόταν τώρα ο χορός αυτός ο μόνος σκοπός της ζωής του. Είν' η κυρία Ευρυδίκη κοντά στη Βεργινία και της είπα να μη φύγη πριν να γυρίσωμε. . . Ξανασήκωσε. η Λιόλια το κεφάλι της και κύτταξε το Νίκο κατάματα. . . Τι να τους έλεγαν τω ματιών του εκείνα της τα μάτια ! Τους έλεγαν; «Αχ ! θέλω, θέλω ! κι ας ήναι για ένα γύρο μοναχά τόσο πολύ ταποθυμώ που μετά θάθελα να πέθαινα !. . . Κύριε Νίκο ! Κύριε Νίκο ! σκότωσέ με, αν θέλης μα πάρε με μαζί σου ! Δε χόρεψα ποτέ μου σε χορό αληθινό, παρά μόνο μια φορά, τόσο δα λιγάκι, στο σπίτι μιας φιλενάδας μου που ήμουνα μικρή, πολύ μικρή μα δεν μπορώ να το ξεχάσω. . .» Αυτό τούλεγαν του Νίκου τα μάτια της.

Αλλά που αυτές ! αμ δε θάναι σπίτι τέτοια μέρα!. . . Αν δεν τις βρω, να περάσω να πω της Ευρυδίκης;. . Δεν τη θέλεις;-Μα δεν μπορείς να μείνης και μονάχη σου ! μήπως και θελήσης τίποτα ως που να γυρίσωμε με τη Λιόλια.,. Τάχεις όλα κοντά σου, ό,τι σου χρειάζεται; -Δε θαργήσωμε ! Και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.

Τα λόγια σου είναι πικρά. Με κυττάζεις παράξενα. Μια σκιά πέφτει στο πρόσωπό σου, που μου κάνει φόβο. Βέρα έλα να γυρίσωμε πίσω, έλα να γυρίσωμε στην παλιά εξοχή, μέσα στα πυκνά δέντρα. Έλα, Βέρα. ΒΕΡΑΘα ήτανε καλύτερα να μη συναντηθούμε ποτέ. ΦΛΕΡΗΣΈσβυσε λοιπόν το καθετί μέσα σου; ΒΕΡΑΑν είχε σβύσει δεν θα μ' έμελε να συναντηθούμε.

Η Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα μικρόπαιδα και δεν ξυπνούσε εύκολα. — Ξύπνα, Μαριανθούλα μ'! Φώναζε η γριά. Ξύπνα και μας καρτεράει ο παπάς στην εκκλησιά, να μας δώση πασκαλίτσα, και να γυρίσωμε γλήγορα να φάμε γκουλιάστρα, γάλα, αυγά, τυρί, κόττες και τηγανίτες, που φάσκιονε η Κυρά μας η Παναγιά το Παιδάκι της το Χριστό, όταν είταν κι' αυτός μικρός.

— Ο Καπετάν-Πρέκας! Δεν τονέ βλέπεις; Ο βαρκάρης σέρνοντας το σκοινί, να το δέση στην πρύμη, σήκωσε μια στιγμή το δεξί του χέρι κ' έκανε, το σταυρό του. — Κύριε ελέησον! Τούτο πάλι ήτανε απ' τάγραφα... Δεν είπε άλλο λόγο. Σιγουράρησε το σκοινί πίσω στην πρύμη και ξανακάθησε στο κουπί. — Έλα! Τράβα να γυρίσωμε! είπε στο παιδί. Τη δουλειά μας την κάναμε σήμερα! Πιάσαμε μεγάλο ψάρι..