United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αν ζουν στον κάμπο, εγώ στερνά με μάλαμα κι' ασήμι τους ξαγοράζω, τι έχουνε στον πύργο οι θησαβροί μου· 50 μα αν τώρα πια σκοτώθηκαν, στα βάθια αν είναι τ' Άδη, 52 για μας αχ που τους κάναμε, για μας θα μείνει η πίκρα, μα ο άλλος κόσμοςτί θαρρείς; — μια αβγή θαν τους θρηνήσει και θα ξεχάσει, εξόν κι' εσύ παιδί μου, αν μας ρημάξεις. 55 Μόνε έμπα, γιε μου, στο καστρί, εσύ που της πατρίδας είσαι ο σωτήρας, τι ύστερατί βγαίνει; — θα δοξάσεις το σκύλο αυτό, μα, γιε μου, εσύ τη λεβεντιά θα χάσεις.

Θυμήσου τον ερημίτη Ογκρίν και τους όρκους που κάναμε. Σώπαινε, ο θάνατος μας τριγυρίζει. Τι με νοιάζει ο θάνατος; Με φωνάζεις, με θέλεις, έρχομαιΓλύστρησε από τα μπράτσα του Βασιληά κ' έρριξε στ' ολόγυμνο σχεδόν κορμί της ένα μαντύα με γουναρικό. Έπρεπε να περάση τη γειτονική αίθουσα όπου κάθε νύχτα δέκα ιππότες αγρυπνούσαν με τη σειρά τους.

Μόλις φτάσαμε εκεί αρχίσαμε να δουλεύουμε.» «Τι δουλειά ήταν;» «Α, ήταν μια εύκολη δουλειά. Κάναμε το εξής: μαζεύαμε το χώμα από το ένα μέρος και το στοιβάζαμε στο άλλο…» «Είναι αλήθεια ότι σκάβουν ένα κανάλι για να περάσει η θάλασσα; Το νερό όμως δεν ακολουθεί το σκάψιμο;» «Ναι, έμπαινε μες στα σκαμμένα, αλλά υπάρχουν μηχανήματα που το τραβούσαν έξω.

Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ γύρα! Η Ξενιτειά μας αδερφόνει όλους... Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράη με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και λέγει μέσα του! — Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό! — Θέλετε να σας κάνω την κρίση; — τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά. — Θέλομε, — του απολογήθηκαν, — κι' ότι μας πης θ' ακολουθήσωμε. Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.

Αν δεν εγίνοντο αυτά, σε ποιο σημείο θα εφθάνατε; Πρέπει να διευκολύνετε τα πράγματα· άλλως τε δε θα κάναμε τίποτα και δε θάδινα ούτε μια πεντάρα για το επάγγελμά μας. ΑΡΓΓΑΝ Η γυναίκα μου, κύριε, μου είχε πει πως ήσαστε πολύ επιτήδειος και πολύ τίμιος άνθρωπος. Τι μπορώ, σας παρακαλώ, να κάνω για να της δώσω την περιουσίαν μου και να την στερήσω απ' τα παιδιά μου;

Ακόμη και η γυναίκα με τα γλυκά έκλεισε τα κουτιά της που απόμειναν γεμάτα και αγανακτισμένη άρχισε να μιλά με τους ζητιάνους. «Δεν άξιζε τον κόπο που κάναμε τόσο δρόμο! Γιορτή της συμφοράς, αδέλφια μου!» «Δεν τα βγάζουμε πια πέρα», είπε ο γέρος, άδειασε τα κέρματα σ’ ένα μαντήλι και ξαναέβαλε το καπέλο στο κεφάλι.

Είπαμε πως ο πόλεμος έγινε για να πάρουμε Οθωμανικά χώματα, να τα μοιραστούμε, να τα κάνουμε δικά μας. Γι' αυτό κάναμε τον πόλεμο; Δεν ξέρω, μα σ' ένα γράμμα που έλαβα από κείνα τα μέρη, διαβάζω τούτο: «Εσείς, με το να έχετε φτάσει στη Θεσσαλονίκη, ησυχάσατε και ξεκουράζεστε τώρα απάνω στις δάφνες σας.

Κι' η Αντρομάχη η λυγερή το κλάμα αρχίζει πρώτη, 723 την κεφαλή του Έχτορα στα χέρια της κρατώντας «Άντρα μου, νιος μου χάθηκες και χήρα νια μ' αφίνεις 725 στον πύργο εδώ, κι' ο γιόκας μας μικρούλης έτσι ακόμα που εσύ κι' εγώ τον κάναμε, μηδέ θα δει πια νιότη, τι πρινναι, κάτι μου το λέει — η χώρα αφτή ως στο κάστρο θα ρημαχτεί, τι εσύ ο φρουρός να! πήγες, που φρουρούσες και κάστρο και μικρά παιδιά κι' αρχοντικές γυναίκες, 730 που τώρα με καράβια οχτρών ταχιά θα παν στα ξένα, και θενά πάω μαζί κι' εγώ... Τότες κι' εσύ, παιδί μου, μαζί μου ή θάρθεις στη σκλαβιά και θα σκλαβοδουλέβεις εκεί στα ξένα από σκληρό αφέντη αγγαρεμένος, ή — ω φρίκη! — θα σε πιάσει οχτρός, θα ρήξει σε οχ τον πύργο, 735 με πάθος που ίσως τούσφαξε ο Έχτορας το γιο του τον πατέρα ή αδερφό· τι απ' το χαλκό του πλήθος Αργίτες δάγκασαν της γης τ' αμέτρητα λιθάρια, τι σα θεριό ο πατέρας σου είταν στη μάχη πάντα. 739 Για αφτό όλος τον θρηνά ο λαός μες στ' αψηλό μας κάστρο... κι' έκανες θρήνους να ποθούν και κλάματα οι γονιοί σου, Έχτορα· εγώ όμως θαν τα πιω τα πιο πολλά φαρμάκια, τι ξεψυχώντας, άντρα μου, δε μ' άπλωσες τα χέρια, δε μούπες λόγο σου γλυκό, που πάντα ... νύχτα μέρα ... ναν τον θυμάμαι και βροχή τα δάκρια μου να τρέχουν745

Μη, Νίκο. Φοβάμαι. Νάξερες πως φοβάμαι. Θέλω να γυρίσω πίσω στο ξενοδοχείο. Άφισέ με να γυρίσω. ΝΙΚΟΣΕίσαι ανόητη, Δώρα. Τι λόγια είναι αυτά που λες; Έλα μαζή μου. ΔΩΡΑΌχι Νίκο, να χαρής, μη με βιάζης. Αύριο πάλι. Αύριο θα ξανάρθω σου το ορκίζομαι. Άφισέ με να γυρίσω τώρα. ΝΙΚΟΣΩραία! Αύριο. Ακόμα δε κάναμε δυο βήματα, δεν είπαμε τίποτα και θέλεις να γυρίσης. Κι' αύριο πάλι τα ίδια.

Σας τράβηξε τα βαπόρι μαθές; Τι πάθατε; — Μας είχε καρφωμένους το καραντί όξω από την Αλόνησο. Σαν πέρασε το βαπόρι, κάναμε σινιάλο και μας ζύγωσε. Είπαμε πως έχουμε άρρωστο μέσα και μας τράβηξε. Η βάρκα είχε ζυγώσει στην αμμουδιά. Την κάθησαν στην άμμο με την πλώρη. Ο Γερο-Φλώκος έπιασε δυο μούδες τα βρακιά του και πήδησε στο γιαλό, θαλασσωμένος ως τα γόνατα.