Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Ορθοπλωρίζω δύσκολα και ρωτάω. — Τ' είνε μωρέ; τι πάθατε; βοήθεια θέλτε; — Ο Μανωλιός μας πνίγηκε!... ο Μανωλιός μας χάθηκε!... θρηνολογεί ο καπετάν Τραγούδας. Η καταστροφή έλυωσεν ευθύς το χιόνι της καρδιάς του... Κακόμοιρο παιδί! Νερό επήγε να σύρη με τον κουβά, επαραπάτησε στο ξύλο, έπεσε — πάει. Όσο και αν εγύρεψαν οι βάρκες πουθενά δεν τον ηύραν.
Κι αυτό την έρριξε πιο βαριά κάτω. Όταν ξανάρθε ο γιατρός της έγραψε κι άλλη Δακτυλίτιδα κάθε δυο ώρες τώρα, και πάλι δυναμωτικά κ' είπε να μη σηκωθή απ’ το κρεββάτι-μα και να ήθελε, μπορούσε; Και ο Νίκος καθεμέρα γινόταν πιο πεταχτός, πιο χαρούμενος. -Σαν περπατούσε στο δρόμο ανασήκωνε τις φτέρνες πριν ναγγίξουν το χώμα, έρριχνε πίσω το κεφάλι και κύτταζε ολόγυρα με μάτια φεγγερά να δη τον κόσμον όλο πούτονε δικός του . . κι ανάσαινε βαθιά με τα ρουθούνια διάπλατα, σα να μην τούφθανε ο αέρας γύρω για τα δυνατά πλεμόνια του. . . Στο μαγαζί του λέγανε: «Μωρέ Νίκο! τι έπαθες, μωρέ Νίκος μπας και σούρθε καμμια κλερονομιά ;» -Κι’ αυτός γελούσε: «Εγώ τι έπαθα, για εσείς τι πάθατε και κοιμόσαστεν ορθοί !» Να τονέ βλέπατε πως έπιανε το σκαρπέλλο και τη σγόρμπια στο χέρι και τα χτυπούσε με τη ματσόλα μες το ξύλο σα νάθελε να τα κάμη όλα τρίψαλα ! Ο μάστοράς του φώναζε: «Έ!! Νίκο ! έχει εκατό δραμές αυτή η καρυδιά ! Δεν είμαστε, καλά, λέω 'γώ !» Αυτός όμως μάζευε τα χαλινάρια του τη στιγμή πούπρεπε και γύριζε ταργαλείο με μια στρογγυλή και τρυφερή κίνησι σαν αγκάλιασμα, γλήγορη κι απαλή σα χάδι κρυφό, κ' έξυνε κ' έγλυφε το αυγό που σκάλιζε και την αχιβάδα και το φλασκόφυλλο και τον άκανθο, ως που το σίδερο γινότανε φωτιά μέσα στα χέρια του.
Να το βιβλίο το δικό μου. Το παναιώνιο βιβλίο πούνε γραμμένο σ' όλες τις γλώσσες και για όλες τις καρδιές. Να το ... . Και λέγοντας έτρεξε σ' ένα παράθυρο και τ' άνοιξε με το γρόθο του. — Αχ, την έπαθα σαν τη νυχτερίδα! είπε γυρίζοντας θαμπωμένος μέσα. Το ίδιο θα πάθατε κ' εσείς. — Αλήθεια· είπε ο Περαχώρας, βγάζοντας τα γυαλιά και σφουγγόντας με το μαντήλι τα μάτια του.
Καλά λεν οι δασκαλευούμενοι: «τα έν οίκω μη εν δήμω !» Τι λαιμός ήτον εκείνος σαν καμμιάς αρρωστημένης γαλοπούλας μέσ' απ’ την άσπρη νυχτικιά που της έλειπε το κουμπί! τι σακκούλες κρεμαστές κάτω απ’ τα μάτια ! τι χρώμα σαν το κυδώνι ! άφησε πια το μισοφόρι, ο Θεός να το κάνη ροζ, με τον ξηλωμένο φαρμπαλλά που έσταζε απ’ τη λέρα. . κι αποκάτω τα κατσάρια! . . . -Καλέ τί πάθατε, Κυρ Νίκο μου! στρίγγλισε η γριά συφορά.
Και να βλέπατε τώρα τη συγκίνησι που έχει η φιλενάδα μου. Τα μάτια της γυαλίζουν. Είναι μερικά πράγματα που μου φάνηκαν τόσο αστεία. Όλοι την κυττάζουν παράξενα. Η Βέρα καρφώνει απάνω της τα φασαμέν. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Σε καλό σας, δεσποινίς. Τι πάθατε; ΛΕΛΑ — Πού θα καθίσωμε, φίλε μου. Να, εδώ σ' αυτό το τραπεζάκι ε; ΑΝΘΥΠΟΛ. — Όπου θέλετε.
Μα εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Ελπίδα με το νυφιάτικο φόρεμά της, λάμποντας όλη από χαρά και νιάτα. — Τι πάθατε; είπε χαμογελώντας· απ' όξω σας ακούνε· δεν ντρεπώστε!... — Να, άκουσέ τον κ' εσύ! είπε ο Δημητράκης αφίνοντάς τους. Η Ελπίδα σαν άκουσε το θέλημά του Αριστόδημου στάθηκε αποσβολωμένη. Μπα ντροπές μας!
Σας τράβηξε τα βαπόρι μαθές; Τι πάθατε; — Μας είχε καρφωμένους το καραντί όξω από την Αλόνησο. Σαν πέρασε το βαπόρι, κάναμε σινιάλο και μας ζύγωσε. Είπαμε πως έχουμε άρρωστο μέσα και μας τράβηξε. Η βάρκα είχε ζυγώσει στην αμμουδιά. Την κάθησαν στην άμμο με την πλώρη. Ο Γερο-Φλώκος έπιασε δυο μούδες τα βρακιά του και πήδησε στο γιαλό, θαλασσωμένος ως τα γόνατα.
Εγώ να ήμουν θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατί δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι. Εκείνου του καιρού οι άνθρωποι, οι πρωτινοί, δεν ήξευραν, γλέπεις, κολύμπι, τους έπειανε φόβος να εμβούν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας που πέσατε όξου.
Μόλις είχα πουληθή, αυτή η πανούκλα, πούχε κάμει το γύρο της Αφρικής, της Ασίας, της Ευρώπης, έπεσε στο Αλγέριο με μανία. Έχετε δει σεισμούς· αλλά, δεσποινίς, πάθατε ποτές πανούκλα; — Ποτές! απάντησε η βαρωνέσσα. — Αν την παθαίνατε, επανάλαβε η γριά, θα ομολογούσατε, πως είναι πολύ χειρότερη από ένα σεισμό. Είναι πολύ συνειθισμένη στην Αφρική· κόλλησα.
Λέγε μου ωστόσο γέροντα που σου ταιριάζει πρώτα απ’ τους άλλους να μιλής: η αιτία ποια να ’νε που ήλθατ’ εδώ στεφανωτοί με δάφνης κλώνους; Για ένα κακό που πάθατε ή μήπως γι’ άλλο που προσδοκάτε; πρόθυμος να σας βοηθήσω. Γιατί θενά ήμουν άσπλαχνος αν δεν λυπούμουν αξιολύπητους όπως εσάς ικέτας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν