Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Προς την σύζυγόν του δε ιδιαιτέρως έλεγεν ότι έτσι θα περνούσε ο καιρός μέχρι της Λαμπρής και τότε μ' ένα λόγο θα γινόταν αρνί ο Μανωλιός. Έπειτα τι μπορούσαν και να του κάμουν; Να τον δέσουν; Δεν ήτο βώδι ή άλογο. — Αυτός δε δένεται. Και μ' αλυσίδες να τόνε δέσης θα τσι σπάση. Ας τον αφήσωμε να ξεθυμάνη η κουζουλάδα του. Ας δείρη κι' ας τόνε δείρουνε.

Ορθοπλωρίζω δύσκολα και ρωτάω. — Τ' είνε μωρέ; τι πάθατε; βοήθεια θέλτε; — Ο Μανωλιός μας πνίγηκε!... ο Μανωλιός μας χάθηκε!... θρηνολογεί ο καπετάν Τραγούδας. Η καταστροφή έλυωσεν ευθύς το χιόνι της καρδιάς του... Κακόμοιρο παιδί! Νερό επήγε να σύρη με τον κουβά, επαραπάτησε στο ξύλο, έπεσεπάει. Όσο και αν εγύρεψαν οι βάρκες πουθενά δεν τον ηύραν.

Θέλεις από το πιοτό, θέλεις από κατάχρησες δεν ήταν ικανός ούτε φύλλο να σήκωση. Τον εμάζωξαν τα κορίτσια του και τον εδιατήρησαν ως που έκλεισε τα μάτια. Ο Μανωλιός όμως δεν εμιμήθηκε τον πατέρα του. Ερρίχτηκε σύψυχος στη δουλειά και την οικονομία. Γυναίκες δεν ήσαν γι' αυτόν, ταβέρνες, παιγνίδια, καυγάδες τίποτα. Ίσα τον δρόμο του.

Εγώ ναι εγώκαι δεν έλεγε πως αυτός ήταν πρώτος κούκκοςμόνος μου ηύρα την τύχη μου. Την έπιασ' από τα μαλλιά και την έσυρα υποταχτική μου. Ας το κάμουν κι' άλλοι. Εγώ μην περιμένουν να τους δώσω τίποτα! Είπα πως επήγαν όλοι και του εμίλησαν. Ένας μόνον δεν επήγε· ο Μανωλιός. Φιλότιμο παιδί. Δεν επλησίασε τον θείο του παρά όταν αρραβώνιασε και την τελευταία του αδερφή.

Μήπως και αυτός δεν θα επροτίμα ένα δαίμονα από όλα τα αγαθά του κόσμου; Και όμως αυτός και το θάρρος δεν είχε να το ομολογήση και, όταν οι άλλοι τον ενθάρρυναν, έχανεν έτι μάλλον το θάρρος του. — Το ίδιο κι ο Μανωλιός, συνεπέρανεν ο Σαϊτονικολής. Μας επεθύμησε λέει κήρθε να μάςε δη. Μην τον ακούτε. Ήρθε να βρη το δαίμονά του. Θέλει κιαυτός ένα δαίμονα. Αι! αυτό πλέον ήτο πάρα πολύ.

Την στιγμήν εκείνην ένας από τους μάγκας, ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, εφώναξεν· — Έ! μπάρμπα-Λούκα! μπάρμπα-Λούκα! να, έρχονται οι ταχτικοί! Εστράφησαν όλοι, και είδον τους δύο γηραιούς χωροφύλακας, με της παληοκαπότες των και με της καραμπίνες των της σκουριασμέναις, που εφάνησαν να κατέρχωνται την ράχιν προς την ακτήν, και μόλις απείχον πεντακόσια βήματα.

Επί τέλους θα βρισκότανε και κανείς να τόνε σκοτώση να πάη άδικα. Εισελθών εις το σπίτι ηρώτησε με τραχύτητα την σύζυγόν του, η οποία κατεγίνετο να παραθέση το δείπνον·Δεν ήρθ' ακόμη ο λεγάμενος; — Ποιος λεγάμενος; είπε στραφείσα η Ρηγινιώ. — Ο Μανωλιός. — Και γιάιντα τόνε λες ετσά; — Είνε να μην τόνε λέω και γάιδαρο ακόμη με τσι γαϊδουριές απού κάνει; Αυτός θα με κάμη κακό με όλο τον κόσμο.

Αλλά πώς είχον μυρισθή την υπόθεσιν, κ' είχον λάβει είδησιν, όλες η μάγκες του τόπου, παιδία μεταξύ δώδεκα και δεκαέξ ετών, πρώτος ο Θοδωρής ο Τσούνος, είτα ο Γιάννης ο Ζόπης, κι' ο Πέρρος ο Τριζόπης, κι' ο Βασίλης ο Γλάρος, κι' ο άλλος ο Βασίλης ο Κουλός, κι' ο Γιώργης ο Κυρκυδός, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος, κι' ο Γιάννης ο Κιώρης, κι' ο Αλέξης το Φανάρι, κι' ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, και τόσοι άλλοι; Μόλις είχε γνωσθή η είδησις, ότι την περασμένην νύκτα είχε πέσει έξω παρά την Κεφάλαν, την απότομον υψηλήν ακτήν, πλησίον επισφαλούς βορεινού όρμου, μία μεγάλη νάβα ολλανδική, πελώριον σκάφος φορτωμένον με αγγεία, σίδηρον καί τινα υφάσματα.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν