United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός αντέγραφε για μένα στίχους επί στίχων, από τα ελεγεία τα ρωμαντικά του Αχιλλέως Παράσχου ίσα με τα παθητικά βογγητά της Φωτεινής Οικονομίδου, Σαπφώς που ντρεπόταν παστρικά να μιλήση. Ο φίλος μου ήρθε κάποτε στο σπίτι μου λαχανιασμένος. Μου έφερε τη σημαντικώτατην είδηση πως νέος και μεγάλος ποιητής γεννήθηκε στην Αθήνα, που μπροστά του δύσκολα πια θα μπορούσαν οι άλλοι να κρατηθούν ορθοί.

Η κουβέντα του δίχως καμμιά προσποίηση, όπως των αγαπημένων του της εποχής της Ελισάβετ, περνούσε κάποτε τελείως απαρατήρητη μάλιστα. Σαν κόκκος καθαρού χρυσού οι φράσεις του μπορούσαν να σφυρηλατηθούνε σε ολάκερα ελάσματα...» Ένα μέρος του φιλολογικού του σταδίου αξίζει ξέχωρα να σημειωθή.

Μπορούσαν όμως, αν ήθελαν, να το ψηλώσουν και να το μεγαλώσουν με τον καιρό. Ο γέρος γεννήθηκε σε καλύβι και πέθανε σε σπιτάκι. Οι γιοι από σπιτάκι ας το κάμουν σπίταρο, παλάτι! Αν και ήξερε καλά πως δεν ήταν ακόμα καιρός για τέτοιες πολυτέλειες. Το σπιτάκι μπορούσε να τους θρέψη και να τους μεγαλώση μια χαρά.

Μα όσο ο γερός ο Μελέαγρος πολέμαε, οι Κουρήτες 550 πάντα άσκημα τα πήγαιναν, μηδέ ποτές μπορούσαν ν' αντέξουν όξω απ' το καστρί κιας είταν τόσο πλήθος· στερνά όμως σαν τον έπιασε θυμός που τόσου κόσμου με νου και κρίση την καρδιά φουσκώνει μες στα στήθια, τότες αφτός, σα χόλιασε, αργός μακρυά από μάχες 555 κάθουνταν με το τέρι του, την ώρια Κλεοπάτρα, της σφιχτοστήθως Μάρπησσας την κόρη και του Νίδα.

Από το κρύο δε μπορούσαν να δουλέψουν ο κόσμος. Το παζάρι κλείστηκε όλο. 1869, Θερτή 10 . Ήρθε δεσπότης ο Σωφρόνιος. 1869, Θερτή 13 . Εχειροτονήθη επίσκοπος Παραμυθιάς κυρ Άθιμος Τσάτσος. 1869 . Στες 29 Θερτή ημέρα Τρίτη κατά τα ξημερώματα εκάηκαν τα Γιάννινα. Τη φωτιά την έβαλαν οι ίδιοι Τούρκοι. 1870, Απριλίου 19 . Εκάηκαν τα παλάτια τ' Αλή-πασα στο Κάστρο.

Είταν αυτός στον καιρό του Βασιλίσκου αγαπητικός της θειας του της Ζηνωνίδας, της γυναίκας του Βασιλίσκου. Είπανε μάλιστα πως ο ίδιος ο Βασιλίσκος τους άφινε και περνούσαν αντάμα τις ώρες τους, ώσπου αγαπήθηκαν τόσο, που μήτε στον κόσμο μπροστά δεν μπορούσαν πια να βασταχτούνε παρά κάμνανε «μάτια» ανάμεσα τους.

Αλλ' άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε ναύρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα κτυπούσαμε με πέτρες, ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε. Αλλ' αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δε μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κ' επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατ' είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή κόψουν σάρκες.

Μα αφτός γιομάτος θάρρος πάντα πότε όρμαε στο σωρό, πότε έστεκε αλυχτώντας τρομαχτικά, μα πίσω πια δε σάλεβε ούτε βήμα. 160 Κι' όπως λιοντάρι που ψοφάει της πείνας δε μπορούνε βοσκοί λαγκαδοκοίμητοι από σφαχτό να διώξουν, έτσι κι' οι Αίιδες, οι διο χαλκόφραχτοι ασπιστάδες, τον Έχτορα απ' τον Πάτροκλο να σκιάξουν δε μπορούσαν.

Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! — Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα!

Στον πυρετό τέτοιων σκέψεων επήρα μια μεγάλη απόφαση. Να σώσω εγώ την άρρωστη. Με την πίστη πούχα τότε τίποτε δε μου φαινόταν αδύνατο. Από τα ιερά βιβλία γνώριζα και πίστευα ότι όχι μόνον οι άρρωστοι όλων των λογιών μπορούσαν να θεραπευθούν, αλλά κοι νεκροί να γυρίσουν στη ζωή. Και γιαυτά τα θαύματα ήτον αρκετή μόνον η πίστη.