United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ας δούμε ελάτε μόνοι μας πιος τρόπος τώρα μένει που το νεκρό να σώσουμε και πού κι' εμείς να βγούμε απ' των οχτρών το ζώσιμο μ' ακέριο το πετσί μαςΤότες ο γιγαντένιος γιος τού λέει του Τελαμώνα 715 «Σωστά ναι λες, αδρέφι μου, κι' ελάτε γιάσου! μπάτε γλήγορα κάτου απ' το νεκρό, εσύ με το Μηριόνη, κι' έτσι από δω όξω πάρτε τον.

Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα, Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη, Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι. 'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει: — Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο, Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.

Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! — Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα!

Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας, ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου», ο ένας και «δίκιο μουμου ο άλλος.

Άκληρος πάντα με φορεί, Όταν ακέφαλο μ' ευρή. Αλλ' αν ακέριο με θωρή, Μόνον θροφή θα με χαρή. Κ ό ρ η-ό ρ η Οπόταν είμαι μοναχή, Έχω και λόγο και ψυχή. Κι' αν στερηθώ την κεφαλή, Γένομαι τότε πολλαπλή. Πολλαίς κορφαίς υψόνω, Αμέτρως μεγαλόνω. Όλη τη γη καταπατώ, Οπού κι' αυτή και 'γώ βαστώ Μια είναι η ζωή μας, Καθώς και η αρχή μας.

Έτσι λοιπόν σα χώρισαν, γυρνάει στη μέση ο ένας των Αχαιών, κι' ο Έχτορας πήρε το δρόμο πίσω κατά των Τρώων τους σωρούς. Και χάρηκαν οι Τρώες άμα τον είδαν ζωντανό κι' ακέριο να ζυγώνει, γερό απ' του Αία την ορμή και τ' άπιαστα τα χέρια. Και στο καστρί τον πάγαιναν, δύσπιστοι αν ζούσε ακόμα. 310 Και πάλε αντίκρυ οι Δαναοί το παινεμένονε Αία τον πάγαιναν στου βασιλιά χαρούμενο της νίκης.

Να μην το θαρρέψουμε όμως πως είταν και λαφροπέταχτο πουλί της χαράς ο Τραντάφυλλος. Είχε την καρδιά του βαθιά, πολύ βαθιά ριζωμένη. Η φαντασία του δεν είτανε σύννεφο· ή κι αν είτανε, το χρύσωνε πάντα της χαράς ο ήλιος, ο ήλιος που θέρμαινε τον ακέριο του νου. Ανόητα κι ακατόρθωτα πράματα δεν ονειρεύουνταν ο Τραντάφυλλος. Ονειρεύουνταν πράμα φυσικό, καθημερινό, απλό, εύκολο, απαραίτητο πράμα.