United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθάρισε καλά για να μην έχουμε πολλή δουλειά στο γάμο». «Το δικό σου με τον Έφις;», είπε η Πατσάνα. «Όσο για τον ντον Πρέντου πρέπει να περιμένουμε πρώτα τη ντόνα Νοέμι να πει το ναι!» Η Στεφάνα όμως τη μούντζωσε, έτσι και αλλιώς τα λόγια αυτά της φαίνονταν παράλογα.

Όση ώρα ήμουν μαζή με το Βαγγελιό, η αγάπη μου ήτο τόσο θερμή, που τη μεταβολή, που της έκαμε η αρρώστεια, δεν την έβλεπα. Άμα έμεινα μόνος, μ' έπιασε μια ψυχρή απογοήτευση. Ένιωθα ότι όσα μούτασσε η νέα μου αγάπη βρίσκαν τόσα εμπόδια, που φαίνονταν αδύνατα. Και τώρα που δεν την έβλεπα και δεν την άκουα, δυνάμωναν όσα δυσάρεστα είχ' ακούσει γιαυτήν από τη μάνα μου κιάλλους.

Το Μικρό Χωριό, εξόν της Κώσταινας, όλο έγεινε άνω-κάτω, γιατί δε μπορούσε να καταλάβη, αν ο άνθρωπος, που είταν καβάλλα στο μουλάρι, κι' έφερνε γύρα το χωριό, είταν άνθρωπος ή ίσκιωμα.... Άνθρωπος δεν είταν δυνατό να είταν, γιατί, ως άνθρωπος, θα είχεν ανάγκη για ζέστα, για θροφή και για ύπνο. Κι' επειδής φαίνονταν ότι δεν είχε ανάγκη απ' όλα αυτά, είταν χωρίς άλλο ίσκιωμα!..

— «Τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ!... » Χτυπάει ο σήμαντρος! Γλυκοχαράζει βαθυά η ανατολή μέρα με ξαστεριά. Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι' είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο χιόνι να καταιβαίνη στον ποταμό.

Βούτηξε τότες στο γιαλό τ' όμορφο φως του ήλιου, 485 σκοτάδι απάνου σέρνοντας στη γης την καρποδότρα. Κι' έδυσε ο ήλιος άθελα των Τρώων, μα οι Αργίτες με πόθο μ' αναγάλλιαση τη σκοτεινή είδαν νύχτα. Τότε ο λεβέντης Έχτορας με το στρατό απ' τα πλοία τραβάει, και κάνει συντυχιά κοντά στο χόχλιο ρέμα, 490 σε λόφο απ' όθες φαίνονταν ως πέρα ο κάμπος όλος.

Οι μεταγενέστεροι, είμαι βέβαιος, θελά το εμέτραγαν για ξεχωρισστήν τους μοίραν να είν' απόγονοι τέτοιων μεγάλων ανθρώπων. άκουσα από πολλούς, Λογιότατέ μου, αυτήν την γνώμην, συμπαθησέ με ωστόσο να σου ειπώ με θάρρος, πως ακούω κάτι πράμματα, οπού δεν θελά μου φαίνονταν αλλιότικα, αν ήκουγα να μου ειπούν, πως η προβατίναις μου εγέννησαν μουσκάρια, και τ' αμπέλια μου εκάρπισαν στάρι.

Δεν μπορούσε ναυρή τίποτε. Όλα του είταν ξένα. Όλα του είταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι είταν μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν είταν αυτό. Είχ' αλλάξει όψη.

Το μικρό και αρρωστιάρικο σώμα του, τάραζε σπασμωδικά και στα μάτια του τα καστανά έτρεμαν δυο δάκρυα. Τώρα δεν είχε τίποτα από τη σοβαρή αξιοπρέπεια που φορούσε για τήβεννο σοφίας απάνω του από μικρός. Ήταν ένα τσαχπίνικο παιδί που δε δίνει μια πεντάρα έξω από τη ζωούλα του. Τόσο αστείοι του φαίνονταν οι φόβοι τ' αδερφού του.

«Όλο το Χωριό είταν συμμαζεμένο στην πλαγιά του βουνού, σαν κοπάδι καλογραικιασμένο. Κάθε σπίτι ώμοιαζε με πρόβατο και κάθε παράσπιτο με αρνί. Το σπίτι το δικό μου, μεγαλύτερο απ' όλα τ' άλλα, φαίνονταν σα βαρυκούδουνο γκεσέμι, που μπορεί να σύρη πίσω του χίλια κεφάλια πρόβατα.

Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους: — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!