United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πύργος, απάνω στον ψηλό λόφο, ήτανε σα σκιάχτρο. Κανένας δε ζύγωνε κοντά του. Και κανένας δεν είχε ιδεί ποτέ τον γέροφιλόσοφο που καθότανε ολομόναχος ανάμεσα στα παλιά βιβλία, στις ξεραμένες σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Λέγανε μόνο πως ο γέροφιλόσοφος δεν είχε ιδεί ποτέ του τον κόσμο, δεν αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν είχε γνωρίσει την αγάπη.

Βούτηξε τότες στο γιαλό τ' όμορφο φως του ήλιου, 485 σκοτάδι απάνου σέρνοντας στη γης την καρποδότρα. Κι' έδυσε ο ήλιος άθελα των Τρώων, μα οι Αργίτες με πόθο μ' αναγάλλιαση τη σκοτεινή είδαν νύχτα. Τότε ο λεβέντης Έχτορας με το στρατό απ' τα πλοία τραβάει, και κάνει συντυχιά κοντά στο χόχλιο ρέμα, 490 σε λόφο απ' όθες φαίνονταν ως πέρα ο κάμπος όλος.

Σε είχα πρωί πρωί προσμείνει και σε περίμενα ολημέρα κι ήρθες το δείλι προς το βράδυ. Και μου είπες: όχι στο λαγκάδι κι όχι στο δάσος, μου είπες, πέρα και στο βουνό με τον αέρα. Κι ούτε στον κάμπο, μου είπες πάλι, κι ούτε στο λόφο περαπέρα κι ούτε στο πράσινο ακρογιάλι, μα πιο μακριά κι ακόμα πέρα που φωτεινότερη είναι η μέρα. Ήταν αλήθεια κι ήταν θάμα, οι πάγοι ρόδα είχαν γεμίσει.

Χέρι με χέρι, σα δυο παιδιά, ανεβήκαμε το λόφο και φτάσαμε σ' ένα μικρό κόκκινο σπίτι και κοιταχτήκαμε, σα ναλλάζαμε αναμεταξύ μας κάποιο μυστικό, όταν ο βαρκάρης, που μας περνούσε αντίπερα μια φορά, βγήκε στην πόρτα και μας έταξε να μας φέρη στο νησί της νιότης μας. Σιωπηλοί περάσαμε το γαλανό νερό.

Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο. Τα ίδια τα κόκαλα των νεκρών έμοιαζαν να είναι τα λουλούδια του, τα σύννεφα το διάδημά του. Αυτό δεν έκανε καμία εντύπωση στη Νοέμι.

Τριάντα χρόνια κατοχής και εργασίας το είχαν κάνει δικό του και οι αιμασιές από φραγκοσυκιές που το κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν δυο γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, από το λόφο μέχρι το ποτάμι, του φαίνονται να είναι τα σύνορα του κόσμου.

Και μια στιγμή κατόπι συλλογίστηκα: «Ίσως ίσια ίσια αυτό να είναι σημάδι πως τελειώσανε όλα. Θα στοχαστήκανε πως δεν πρέπει να ταραχτώ εδώ μπροστά σε ξένα μάτια». Μα και μ' αυτή τη σκέψη φύλαξα την ίδια παράξενη απάθεια. Άρχισα να βαδίζω αργά προς το σπίτι κι ανέβηκα με δυσκολία το λόφο. Νόμιζα πως τη βλέπω ακόμα στο παράθυρο, όπως την είδα όταν πρωτοσηκώθηκε από την αρρώστεια της.

Αντί για τον Τζατσίντο όμως ήρθε ο Τσουαναντόνι με κάτι που μαύριζε επάνω στο στήθος του, σαν ψόφιο όρνιο. Από εκείνη τη στιγμή ο Έφις είχε την εντύπωση ότι έπεσε σ’ ένα παραλήρημα πυρετού. Τι εφιάλτης, η δημοσιά ν’ ασπρίζει μέσα στη νύχτα και ο ήχος του ακορντεόν να κατεβαίνει από το λόφο και να κάνει να πάψει το αηδόνι!

Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι με μεταξωτά σκεπάσματα.

Ποιος είπε μια στιγμή: πού πάμε; Είδα στα μάτια σου ένα δάκρυ. Και σ' έφερα στο νου, θυμάμαι, ορθή στο λόφο ως είχες μείνει· δεν πέρασα κοντά σου μόνος, και η όψη σου χλομοί ήταν κρίνοι. Δόξα στον πόνο, χαίρε ο πόνος που στη χαρά θα φέρη, ως φέρει βροχή θερμή δροσάτο αέρι.