United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσευχηθείτε στο Χριστό, προσευχηθείτε στην Παναγιά μας του Ριμέντιο…» «Μέσα μας βρίσκεται η γιατρειά» αποφάνθηκε η γριά. «Καρδιά πρέπει να έχουμε, τίποτ’ άλλο….» «Καρδιά πρέπει να έχουμε», μονολογούσε ο Έφις μπαίνοντας στο σπίτι των κυράδων του. Στην αυλή ησυχία παντού και ήλιος. Άνθιζαν τα γιασεμιά πάνω από το πηγάδι και τα κόκαλα των πεθαμένων ανάμεσα στη χρυσή χλόη του παλιού νεκροταφείου.

Και χωρίς να το θέλω, στη φαντασία μου άρχισε να γίνεται μια σύγκριση μεταξύ του Βαγγελιού και της ξανθής γειτονοπούλας στην πόλη. Εκείνη ήτον ολόδροσο κορίτσι δεκάξη χρονών, με μάτια γαλανά, με μια πλεξούδα στην πλάτη. Και το Βαγγελιό δεν ήτο πεια νέα ή τουλάχιστο γρήγωρα θα γερνούσε κήτον μαραμένη κιαδύνατη, μόνο κόκαλα.

Όλα είναι γλυκά, καλά, αγαπημένα: να τα βάτα της εκκλησίας μπλεγμένα με τις κλωστές από αράχνες πράσινες και βιολετιές της δροσιάς, να ο γκρίζος φράχτης, η σκουριασμένη πόρτα, το παλιό νεκροταφείο με τα κόκαλα σαν άσπρα λουλούδια ανάμεσα στην αγριοβρώμη και στις τσουκνίδες, να το δρομάκι και η αιμασιά με τις μοβ πεταλουδίτσες και τις κόκκινες πασχαλίτσες που μοιάζουν με λουλουδάκια και χάντρες.

Ο Έφις σκεφτόταν το θλιβερό σπίτι των κυράδων του, τη Νοέμι που μαραινόταν εκεί μέσα σαν το λουλούδι στο σκοτάδι…. «Πώς αδυνάτισες», του είπε η ηλικιωμένη υπηρέτρια, που έγνεθε καθισμένη κοντά στην πόρτα, «σε βασανίζουν οι πυρετοί;» «Μου ροκανίζουν τα κόκαλα, μ’ έχουν κάνει πετσί και κόκαλο.

Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο. Τα ίδια τα κόκαλα των νεκρών έμοιαζαν να είναι τα λουλούδια του, τα σύννεφα το διάδημά του. Αυτό δεν έκανε καμία εντύπωση στη Νοέμι.

Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες, με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο να ασπρίζουν σαν μαργαρίτες τα κόκαλα των νεκρών, και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου.

Μέσα στην σιωπή ακουγόταν να τρίζει το σκοροφαγωμένο ξύλο του μπαλκονιού. Ο Έφις σηκώνοντας λίγο περισσότερο το κεφάλι ξαναείδε για τελευταία φορά το παλιό νεκροταφείο με τον κατεστραμμένο του τοίχο, τα χόρτα του και τα κόκαλα που ήταν σα λουλούδια

Όθεν είσθε των Ελλήνων, Παλαιά ανδρειωμένα Κόκαλα εσκορπισμένα, Λάβετε τώρα πνοήν. Εξυπνήστε, για να ιδήτε Ήρωα στην Ιταλίαν Π' έδωκεν ελευθερίαν Κη έφθασε έως εδώ· Εξυπνήστε, για να ιδήτε Την μητέρα μας Γαλλίαν Που χαρίζει ελευθερίαν Εις της γης σας τον λαό. Εις τον κόλπον του Ανδριάτου Που φωλεύει ένα λειοντάρι Με φωνές χωρίς κοντάρι Το κρημνίζει εις την γην·

Ξύπνησε τον άλλο και του είπε τι είχε συμβεί. «Βλέπεις, Έφις; Πείστηκες τώρα; Το ήξερα ότι προσποιείται. Δεν το είπα αμέσως; Κι εσύ τον κουβάλησες ξωπίσω σου. Νύχτα και μέρα με βασάνιζες μ’ αυτόν. Τώρα θα πάμε να τον καταγγείλουμε∙ θα τον ψάξουμε, θα του λιανίσουμε τα κόκαλα.» Ο Έφις χαμογελούσε. Στο πανηγύρι ήταν σχεδόν ευτυχισμένος.

Από κοριτσάκι είχε συνηθίσει να βλέπει τα κόκαλα που τον χειμώνα ζεσταίνονταν λες στον ήλιο και την άνοιξη άστραφταν με τις δροσοσταλίδες. Η ντόνα Έστερ δεν ξεχνά ποτέ τίποτα και δεν παύει να παρατηρεί∙ έτσι, μόλις μπήκε στην αυλή, κατάλαβε ότι κάποιος τράβηξε νερό από το πηγάδι.