United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεκάξη χρόνων έχασε το πρώτο της το ταίρι, επήρε άνδρα δεύτερο, απέθανε κι' αυτός, και τρίτον ετοιμάζετο να βάλη εις το χέρι, οπού περνούσε &ζέντλεμαν& 'στη Σύρα ζηλευτός. Το είδωλον της χήρας μου ελέγετο Μανώλης, πρώτα σε μία εκκλησιά πτωχός κανδυλανάπτης, κατόπιν σπίρτων έμπορος, κατόπιν καπνοπώλης, υπαστυνόμος ύστερα, και τέλος φραγκορράπτης.

Ίσα γυμνώνει στη στιγμή τ' ωριόξυστο δοξάρι, 105 τ' αγριοτραγήσο, π' άλλοτες τον τράγο μοναχός του κάτου απ' τα στήθια βάρεσε, εκεί που τον καρτέραε κι' απ' το ποδόχι στον γκρεμό τον είδε να προβάλει· κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ο τράγος οχ το βράχο. Κατάκορφα 'χε κέρατα μακριά δεκάξη χούφτες, που ο κερατοπελεκητής του τάδεσε με τέχνη 110 τα γιάλισε όλα, και χρυσό τους έβαλε κοράκι.

Κι' όσο τον εφοβέριζαν οι Αγγλογάλλοι, τόσο τον αγαπούσε ο λαός. Κι' ο βασιληάς επονούσε το λαό κ' εσκορπούσε ελέη και ψυχικά πολλά απ' το Παλάτι. Σαν ήρθε η χρονιά εκείνη, εμείς ήμαστε πανδρεμμένοι τρία χρόνια μπροστήτερα. Ο μπάρμπα-Λευθέρης με της καραμέλες με είχε καταφέρει. Θα ήμουν δεκαπέντε, ας ήμουν το πολύ δεκάξη χρονών, όταν έγεινε η στεφάνωσι. Εκείνος θα ήτον παραπάνω από τριάντα.

Δεκάξη χρονών αγόρι, αμούστακο σαν κορίτσι, αγνώριμο, με χίλια όνειρα και με δίχως κόσμου πείρα, κ' ίσια στην Πόλη, στο Φανάρι, σε κάποιου Κυρ Φωτάκη, ενός που γνώριζε από τα παλιά το γέρο μου σαν ταξίδευε, και που τι είταν η δουλειά του καλά καλά δεν το γνώριζα, ζουγράφιζε όμως κάποτες άγιες εικόνες, και με πολύ καμάρι τις κοίταζε κι άδικο δεν είχε, γιατί όλοι του οι Άγιοι Νικόλαοιτη χάρη τους νάχουμε — ο ένας από τον άλλονα μήτε τρίχα διαφορά!

Και σα σηκωθήκαμ' από το τραπέζι και καλοστρωθήκαμε, άρχισε και μας έλεγε. «Είμουν ως δεκάξη χρονών όταν πρωτομίσεψ' από το χωριό μας. Αφήκα εκεί μάννα και μιαν αδερφή.

Και το είχε καημό στα δεκάξη του χρόνια που δεν τον αφίνανε να πεταχτή και να πάη να το σεριανίση ή μονάχος του ή και με σύντροφο, τώρα που είταν κι ο δρόμος αμαξωτός· παρά μόλις ύστερ' από μήνες και μήνες παρακάλια εστρεξαν οι γονιοί του να ξεκινήση με το νωνό του, που είχε φίλους εκεί και συχνοπήγαινε για να τους βλέπη. Μέτρο δεν είχε τότες η χαρά του Παυλή. Μήτε στον Άγιο Τάφο να πήγαινε.

Σαν είδε η Ευδοκία πως ελπίδα πια δεν της έμνησκε, ως μήτ' από τον άντρα της ύστερ' από τις ιστορίες εκείνες με τον Παυλίνο, σηκώθηκε και κατέβηκε πάλι στα Ιεροσόλυμα . Μα μήτ' εκεί δεν την άφησε ήσυχη η Πουλχερία· της αφαίρεσε κάθε βασιλικό δικαίωμα, κ' έμεινε εκεί ξόριστη, ώσπου απέθανε καλόγρια ύστερις από δεκάξη χρόνια, σ' εξήντα εννιά χρονών ηλικία. Ερχόμαστε τώρα στο Θεοδόσιο.

Τους κοίταζε ο κυρ Μαυρουδής από την πεζούλα κ' έλεγε του νωνού. — Να ζευγάρι για προξενειά! Ένα λόγο από τη μάννα του, και με πιάνεις. — Μα δε βλέπεις, κυρ Μαυρουδή, τι μωρό που είνε ακόμ' αυτός; Κ' είτανε σταλήθεια μωρό ακόμα ο Παυλής, κι ας είτανε και δεκάξη.

Τα μαλλιά μπροστά αιγκλόν και πίσω δεμένα με φιόγκο ταφτά φέϊγ-μορτ πολύ χαμηλά, σαν κοριτσάκια δεκάξη χρονών. Η μια είχε και φασαμέν, η άλλη μια μύτη με μπιμπίκια.

ΣΙΜΩΝ. Τα εβδομήντα τάλαντα είνε καλά κρυμμένα και θαμμένα κάτω από το κρεββάτι και κανείς δεν ξέρει τίποτε• τα δεκάξη όμως μου φαίνεται ότι τα είδε ο Σωσύλος όταν τάκρυβα κάτω από την φάτνην και γι' αυτό όλο στο σταύλο βρίσκεται, ενώ άλλοτε ήτο τεμπέλης και πολύ ολίγον εφρόντιζε για τη δουλειά του.