United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακόμα δε βγήκε απ' τ' αυγό, θέλει κι' έρωτες. ΜΙΣΤΡΑΣΞεχνάς τα δικά σου. Πολύ εύκολα τα ξεχνάς, να σε χαρώ. ΦΛΕΡΗΣΔεν είναι το ίδιο. Δεν είναι το ίδιο. Παιδιάτικες αννοησίες. ΜΙΣΤΡΑΣΝα παντρέψης το κορίτσι σου, Τάσσο. ΦΛΕΡΗΣΘα το παντρέψω όταν ξέρω εγώ και όταν νομίζω εγώ. Δεν είναι η ώρα. ΜΙΣΤΡΑΣΕίσαι κύριος να κάμης ό,τι θέλεις. Του λόγου σου προστάζεις.

Θα ήτον ως είκοσι χρόνια μεγαλείτερος από μένα. Τόσο μικρή και τόσο άκακη και άγνωστη ήμουν, κορίτσι δεκατριών χρονών. Εκείνος μ' έπαιρνε στα γόνατά του και μ' εφίλευε καραμέλες. Θα ήταν τριαντάρης τότε. Εγώ ούτε ιδέαν είχα απ' αυτά τα πράγματα.

Το κορίτσι αυτό εδώ επάνω εις το βουνό ήτο δροσερό, 'σάν το λευκό το χιόνι, γεμάτο σφρίγος σαν το τριαντάφυλλον των Άλπεων και ταχύπους σαν το ζαρκάδι, αλλά όμως από την πλευράν του Αδάμ φιασμένο, όπως και ο Ρούντυ.

Διά τούτο η Σοφούλα, φαιδρότερου χαρακτήρας παρά η Δεσποινιώ, είπεν ευθύμως πως: — Κρίματο κολοβολάκι σ', κορίτσι μ'. Η κακομοίρα δεν ξέρει να πάρη τα ποδαράκια της. — Την χαλνάει ο καπετάν Μαθιός, παρετήρησεν η Δεσποινιώ, σεμνότερα πάντοτε. — Κείνος που ξέρ', κορίτσι μ', δεν χαλνιέται. Πώς έμαθον αυταί αι νεάνιδες να επικρίνωσι τον χορόν, αφού ποτέ των δεν εχόρευσαν!

Η ντόνα Λία , η τρίτη από τις θυγατέρες του, εξαφανίστηκε μια νύχτα από το πατρικό σπίτι και για πολύ καιρό δεν ήξερε κανείς τίποτε για την τύχη της. Η σκιά του θανάτου έπεσε πάνω στο σπίτι. Δεν είχε ξαναγίνει ποτέ στο χωριό ένα τέτοιο σκάνδαλο• ποτέ ένα κορίτσι ευγενικής καταγωγής και με καλή ανατροφή, όπως η Λία, δεν το είχε σκάσει μ’ αυτόν τον τρόπο.

Πλην μέσα της με ακουσίαν ειρωνείαν ίσως θα εψιθύρισε με όλον τον δεινόν πόνον και την αγωνίαν ην ησθάνετο· «Εσύ ξέρεις». — Τι κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπεν ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μη σ' εχτύπησε τίποτα; Η Αμέρσα ανένευσε. — Τ' είχε και σε χάλευε; . . . Γύρευε να σε μαχαιρώση; — Γιατί φώναξες! προσέθηκεν ο δεύτερος. Η Αμέρσα απήντησεν εις την ερώτησιν του πρώτου χωροφύλακος. — Όχι!

Στάθηκαν απόξω και μίλησαν αρκετή ώρα !. . . Ο Νίκος ξαναμπήκε μέσα κατσούφης. -Να πας στη θεια Ελέγκω, του είπε η Βεργινία, να της πης να μας στείλη τη Λιόλια, την ανεψιά του αντρός της. . . Είναι καλό κορίτσι. . δεν έχει κανένανε στον κόσμο. . . Σαν ήμουνα στης θειας ήτανε μικρή. . πήγαινε στων Απόρων Γυναικών. Τώρα θα κοντεύη δεκαεφτά χρονώ.

Η μέθη τω φιλιώ της, τω ματιώ και της φωνής της το μάγεμα ξεθύμαιναν μακριά της κιάφηναν να θυμούμαι δυσάρεστες λεπτομέρειες. Όσο θυμόμουνα μάλιστα το αδυνάτισμά της, το ξανθό κορίτσι πλησίαζε να νικήση στη σύγκριση. Η νέα μου αγάπη, που βγήκε από το ξύπνημα τω σαρκικώ μου πόθω, ήτο υλικώτερη της παλαιάς· κήσαν γιαυτήν αδύνατη τροφή τα ισχνά κάλλη.

Και τότε το κορίτσι θα φωτισθή και θα τ' αρωτήσης, τι βλέπε; Κ' εκείνο θα σου πη βλέπω το και το, ή βουλιαμμένο είνε το καράβι, ή αβούλιαχτο. — Δέσε τη γλώσσα σ', είπεν η Αρχόντω. — Ναι· ο λόγος το λέει. Έτσι της είπε η Γκότσαινα, κ' έτσι έκαμε η Ραχιώταινα.

Τον αναγνώρισε αμέσως: ήταν ο Βαρόνος, ένας από τους τόσους αρχαίους Βαρόνους που τα φαντάσματά τους ζούσαν ακόμη ανάμεσα στα χαλάσματα του Κάστρου, μέσα στα υπόγεια που ήταν σκαμμένα κάτω από τον λόφο και κατέληγαν στη θάλασσα. «Κορίτσι μου», της είπε με ξενική προφορά, «τρέξε στην Κυρία της γέννας και παρακάλεσέ την ν’ ανέβει απόψε το βράδυ στο Κάστρο, επειδή η γυναίκα μου, η Βαρόνη, κοιλοπονά.