United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις της υποσχέθηκε να την συναντήσει στην εκκλησία, αλλά την ώρα που η ντόνα Νοέμι ανέβαινε πάλι επάνω, εκείνος ξαναμπήκε στην κουζίνα και παρακάλεσε χαμηλόφωνα την ντόνα Ρουθ, που είχε γονατίσει στο πάτωμα και ζύμωνε επάνω σε μια χαμηλή τάβλα, να του δώσει το τηλεγράφημα.

Σαν έμπαινα στο καλύβι κι ανιστορούσα πως εκεί, κοντά στη γωνιά, κάθισε η αγιασμένη μου η Ελένη τότες που τηνε γλύτωσε ο γέρο Βασίλης, και πως δεν ξαναμπήκε σ' αυτό το καλύβι, δεν ήρθε να μου πη πως την αγαπάει εκείνη την κώχη που της ξανάφερε τη ζωή, μ' έπαιρναν τα δάκρια κάποτες, και κατέβαινα στο γιαλό να ξεσκάσω κοντά στα κύματα.

Ύστερα ξαναμπήκε στην Πόλη κ' είπε του Αρκαδίου πως τον καθησύχασε· η αλήθεια όμως είναι πως για να τον ξεκάμη, τον κατάπεισε να ξεκινήση κατά την Ελλάδα, που ως εκατό χρόνους μένοντας απείραγη από ξένους, είχε πιώτερα πλούτη για κούρσεμα. Από την άλλη μεριά μην έχοντας, καθώς ξέρουμε, το στρατό του ο Αρκάδιος, στέλνει μήνυμα του Στηλίχωνα να πάρη το στρατό και να κατέβη να διαφεντέψη το Κράτος.

Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει. «&Μη βγαίνης ποτέ από τον ίσιο δρόμο&». Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και συμφώνησε πάλι άλλα εφτά χρόνια να ξαναδουλέψη τον αφεντικό του πάλι για εκατό φλωριά, κι' έτσι ξαναμπήκε πάλι στη δουλειά.

Ξαναμπήκε στο σπίτι και είδε τη Νοέμι να ορθώνεται μπροστά του σαν μια ακίνητη, μαύρη σκιά, απτή. «Έφις, τα άκουσα όλα. Έφις, μην σου περνάει από το μυαλό ότι θα μας πεθάνεις κι εμάς. Ο Τζατσίντο δεν πρέπει να ξαναμπεί σ’ αυτό εδώ το σπίτι.» Ο Έφις κρατούσε ακόμη το γιασεμί στο χέρι και το λουλουδάκι τρεμούλιασε μες στο σκοτάδι, σαν να ένοιωσε το ίδιο πόνο. «Να σας πεθάνω… εγώ!

Ο Έφις ξαναμπήκε στην καλύβα, αλλά άργησε να κλείσει τα μάτια, και στον ύπνο ακόμη τον βασάνιζε η ιδέα ότι έπρεπε να σχολιάσει την ιστορία του Τζατσίντο, αλλά δεν ήξερε πώς: καλά ή άσχημα. «Πρέπει να του πω: θάρρος, λοιπόν, θα γυρίσεις στο σωστό δρόμο! Στο κάτω κάτω παιδί ήσουν ακόμη, ένα ορφανό…

Και τώρα που ταναπνέψαμε το ψιλό αυτό και το μυρωμένο ταγέρι, που συνεφέραμε ύστερ' από την τόση Τούρκικη βόχα, τώρα που ξαναμπήκε ζωή στο ξεθυμασμένο το αίμα μας, και μας άνοιξε καρδιά και μάτια, τώρα που ξεδιαλύσαμε το μυστήριο που θα μας δοξάση πάλι το έθνος, ας κατεβούμε στη χώρα, κι ας αρχίσουμε τη δουλειά μας μ' ανοιχτή κι αντρίκια καρδιά, καθώς πρέπει να είναι πάσα καρδιά που τέτοιο αγέρι τη θρέφει.

Στάθηκαν απόξω και μίλησαν αρκετή ώρα !. . . Ο Νίκος ξαναμπήκε μέσα κατσούφης. -Να πας στη θεια Ελέγκω, του είπε η Βεργινία, να της πης να μας στείλη τη Λιόλια, την ανεψιά του αντρός της. . . Είναι καλό κορίτσι. . δεν έχει κανένανε στον κόσμο. . . Σαν ήμουνα στης θειας ήτανε μικρή. . πήγαινε στων Απόρων Γυναικών. Τώρα θα κοντεύη δεκαεφτά χρονώ.

Τούκοψε τον αέρα του όμως ο Ίλλος και στεριάς και πελάγου. Κ' έτσι ξαναμπήκε ο Θεοδορίχος στη Θράκη, κι από τη Θράκη στην Ελλάδα με τριάντα χιλιάδες δικούς του. Εκεί απέθανε, πέσαντας από τάλογό του απάνω σε στηλωμένο κοντάρι, και τονέ διαδέχτηκε ο γιος του ο Ρεσιχάτης, ακόμα πιο σκληρόκαρδος αυτός, και τόσο ανοικονόμητος που στα 483 έβαλε ο Ζήνωνας το Θοδορίχο και τονέ σκότωσε.