United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα.

Μα δε μας άφιναν οι δασκάλοι να κάμουμε φιλολογία δική μας· ίσια ίσια στον καιρό που άρχιζε να ξανοίγη κ' η γλώσσα μας κ' η καρδιά μας, σοφίστηκαν εκείνοι πως πρέπει να μάθουμε την αρχαία· μας έλεγαν πως η αρχαία θα μας δοξάση και που με την καθαρέβουσα θα φανούμε άντρες, παιδιά των Ελλήνων κτλ. κτλ. Είχαν άδικο να το λεν. Εμείς θα το σιάξουμε τώρα κι αφτό.

Και λογάριαζε να σμίξη τις μελέτες του και να γράψη ένα έργο που να αποδείξη στον κόσμο μια γενιά με όλες τις αλλαγές που έκαμαν οι καιροί, ως τα σήμερα. Φανταζότανε πως ένα τέτοιο έργο αν έφτανε στο τέλος του, θα ήταν αρκετό να τιμήση και να δοξάση κάθε σοφό της εποχής του. Μα τώρα αναγκάστηκε να τ' αφήση ή να τ' αναβάλη. Για πόσον καιρό ποιος το ξέρει;

Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας, καιτο κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε· «Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· 5 σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη, θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος».

Οι μεν Αθηναίοι εκραύγαζαν ότι έπρεπε να παραβιασθή η έξοδος, ότι η στιγμή εκείνη ήτο κρίσιμος και ότι έπρεπε να πολεμήσουν ανδρείως, διά να εξασφαλίσουν την εις τας πατρίδας των επάνοδον· οι δε Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι ότι καλόν θα ήτο να εμποδίσουν την απόδρασιν των εχθρών, και διά του κατορθώματος τούτου να δοξάση καθένας την πατρίδα του.

Εις τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του δεν έχει τόπον το πάθος της φιλαρχίας καθ' εαυτό, αλλά ο Αμλέτος αγανακτεί διότι και μεγιστάνες και λαός αναίσθητοι εις την στέρησιν αγαθού βασιλέως, ο οποίος είχε δοξάση και μεγαλύνη την πατρίδα, αναβιβάζουν εις τον θρόνον την εξαχρείωσιν και την ανομίαν.

Αλλά την τριακοστήν πρώτην του Ιανουαρίου συνέβη μία μάχη, εις την οποίαν μόνην καθ' όλον το διάστημα της εκστρατείας ενικήθησαν οι Έλληνες και υπέπεσον εις αισχράν φυγήν· αλλά και τούτο συνετέλεσεν εις το να δοξάση περισσότερον τον Καραϊσκάκην, ο οποίος εφάνη πολύ σημαντικώτερος, παρά αν ήθελε κατορθώσει αξιόλογον νίκην.

Πού λευτεριά τώρα να τη λαμπρύνη, πού Τέχνη να τη δοξάση! Αμέτρητα είταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήση στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα είτανε Θεά, κ' έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβη πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρόνος τ' αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα.

Και τώρα που ταναπνέψαμε το ψιλό αυτό και το μυρωμένο ταγέρι, που συνεφέραμε ύστερ' από την τόση Τούρκικη βόχα, τώρα που ξαναμπήκε ζωή στο ξεθυμασμένο το αίμα μας, και μας άνοιξε καρδιά και μάτια, τώρα που ξεδιαλύσαμε το μυστήριο που θα μας δοξάση πάλι το έθνος, ας κατεβούμε στη χώρα, κι ας αρχίσουμε τη δουλειά μας μ' ανοιχτή κι αντρίκια καρδιά, καθώς πρέπει να είναι πάσα καρδιά που τέτοιο αγέρι τη θρέφει.

Ίσως το φάντασμά του τριγυρίζει ακόμα εκεί απάνω, μαζί με χίλιους άλλους πορφυροστόλιστους βουρκολάκους· κι αυτός ο φρόνιμος ο βασιλιάς είχε τόση γνώση, που δεν ήξερε πώς να δοξάση το Θεό για την πολλή τη γνώση που του έδωσε, και σαν έχτισε δε θυμούμαι πόσες κατοστές εκκλησιές, καταπιάστηκε κι αυτή την ξακουσμένη την εκκλησιά της Αγιά-Σοφιάς.