United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τελικά κάθισε πλάι στην είσοδο για να ράψει σιωπηλή και όταν ήρθε ο ντον Πρέντου μετακίνησε το κάθισμα και παραμέρισε το πανί της για να του ελευθερώσει το πέρασμα, αλλά σήκωσε μόλις το πρόσωπο για να τον κοιτάξει και απάντησε με ένα ελαφρό νεύμα του κεφαλιού στο χαιρετισμό του.

Καίσαρ ο κοσμοκράτορας, νεκρός και χώμα καμωμένος, εις κάποιαν τρύπαν έτυχε ως φραγμός του ανέμου διωρισμένος· θαύμα! ο πηλός εκείνος, 'πού την γην είχε κατατρομάξη, τοίχον, ιδέ, σου χρίζει απ' τον Βορειά τους άλλους να φυλάξη. Πλην στάσου! στάσου! παραμέρισε! Δεν βλέπεις; ο Βασιλέας, η Βασίλισσα και όλοι

Αυτή, που ήθελε να πεθάνη μαζί του, παραμέρισε το τελευταίο διαγερτικό για να μην μπορή να κατηγορή έπειτα τον εαυτό της πως τάραξε τις τελευταίες ώρες του μικρού, μόνο για να έχη εκείνη τη χαρά να βλέπη να μας λάμπη το μεγάλο μάτι του. Γιατί το δεξί του μάτι είτανε σβησμένο πια. Το βλέφαρο είταν κλεισμένο απάνω του, σα να είτανε πια νεκρό το μισό κορμί του, όταν όμως άνοιγε το αρι

Ώρμησαν με τα κοντάρια χαμηλωμένα και χτυπήθηκαν. Ο βαρώνος της Νάντης έσπασε το δικό του χωρίς να κλονίση τον Καερδέν που μ' ένα πειο σίγουρο χτύπημα παραμέρισε την ασπίδα του αντιπάλου και του βύθισε το μαυρειδερό σίδερο στο πλευρό, ως τη λαβή. Αναποδογυρισμένος από τη σέλλα ο ιππότης ξεφεύγει από της σκάλες και πέφτει.

Φίλε μου, είσ' ένας ονειροπόλος. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα, είμ' ένας ονειροπόλος. Γιατί ονειροπόλος είναι εκείνος που μονάχα στο φως του φεγγαριού μπορεί να βρη το δρόμο του κ' η τιμωρία του είναι ότι βλέπει την αυγή πρωτήτερ' απ' όλον τον άλλον κόσμο. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Η τιμωρία του είπες; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Κ' η ανταμοιβή του. Μα κύττα, έφεξε πια. Παραμέρισε τα παραπετάσματα κι άνοιξε διάπλατα τα παραθύρια.

Και γιατί να μην τα κλείση τα μάτια της η κόρη, μόνο ναφήση να τηνέ σύρη το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι . . . Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει.. και ξεφώνισε από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους. . . Λιόλια μου!

Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα.

Ήξερε πως αυτή η πλαστογραφία είχε ανακαλυφθή κι ότι γυρνώντας στην Αγγλία έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του. Κι όμως εγύρισε. Πρέπει κανείς ν' απορήση γι' αυτό; Ειπώθηκε πως η γυναίκα ήταν πολύ όμορφη· κι ότι δεν τον αγαπούσε. Κατά τύχην τον ανακάλυψαν. Μία φωνή στο δρόμο του έσυρε την προσοχή και με το καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον για τη νεώτερη ζωή παραμέρισε για μια στιγμή το στόρι από το παράθυρο.

Παραμέρισε όμως ο Τριστάνος, ξεφεύγοντας την επίθεσι, και σηκώνοντας το χέρι, χτύπησε βαρειά τη λάμα του στην περικεφαλαία του Ριόλ: την εβούλιαξε από πάνω και της έρριξε κάτω την προσωπίδα. Το κοντάρι γλύστρησε από τον ώμο του ιππότη στα πλευρά του αλόγου, το οποίο κλονίστηκε κ' έπεσε χάμω. Ο Ριόλ κατώρθωσε να ξεγλυστρήση και σηκώθηκε πάλι όρθιος.