United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο Αριστόδημος βρισκότανε σε αδιάκοπο μεθύσι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη στην αξίνα, υποχρέωση στους σκαφτιάδες, τυφλή λατρεία στη γη που του έδωκε τόσα και τόσα προγονικά κειμήλια. Η γη προ πάντων με την άμετρη φροντίδα της του σκλάβωνε το λογικό. Πόσα και πόσα δε μεταχειρίστηκε για να φυλάξη στους κόρφους της τ' απομεινάρια μιανής ζωής σβυσμένης από τον άγριο καταχτητή!

Και πού είν' αυτός ο Γιάννης ο Πανταρώτας; — Με καρτερεί στη βάρκα. — Πώς δεν τον παρουσιάζεις ποτέ; — Ολημέρα στην πιάτσα βρίσκεται· αδειάζει απ' το μεθύσι; — Κ' εμπιστεύεσαι συ, να ταξειδεύης με μέθυσον; — Τον έχω διά τον τύπο, επειδή έτσι το θέλει ο νόμος. Εγώ αξίζω για δυο. Και ο λιμενικός υπάλληλος εφόρει τα γυαλιά του και του έδιδε τα χαρτιά.

Μα δυο χιλιάδες χρόνια; Τι είδος μάγια έστησαν στους παθολογικούς στο μυαλό απογόνους τους οι φυσιολογικοί μεγάλοι Έλληνες που ζούσαν τον 5ον και 4ον αιώνα πριν από το Χριστό; Δεν το νοιώθω. Και τι λογής μεθύσι αρχαιοπρέπειας ήταν αυτό, που δεν κουράστηκε να οργιάζει δυο χιλιάδες χρόνια; Ίσως ο Βάκχος θα το ξέρει.

Κι όπως είταν όλα ανάκατα δεμένα, με τα κεφάλια προς τα κάτω, με τις κατατσακισμένες φτερούγες τους, με τα ματωμένα φτερά τους, άλλα μικρά εδώ, κι άλλα μεγάλα εκεί, με τα τουφέκια και τα σελάχια στο πλάι μέσα στη μεγάλη αναλαμπή της φωτιάς, που πλημμύριζε την καλύβα έπαιρναν την ξεχωριστή εκείνη ομορφιά, το ξεχωριστό εκείνο μεθύσι που ένας αληθινός κυνηγός μονάχα το νιώθει.

Και μέσα στην καρδιά του δάσους του μεγάλου, κατάμεσα στη φύση που θ' αναγεννάται ολάκερη, και που θα κάνη την αγάπη, μέσα στον έρωτα των αγριολουδιών και στη δροσιά του χορταριού, μέσα στο μεθύσι των ψηλών βελανιδιών και στο μισοφωτισμένο βάθος μέσα του ανοιξιάτικου δάσους, θα μ' ανοίξης την αγκαλιά σου, ωραία άνοιξή μου, συ...

Εκεί που ταξιδεύεις όπως θέλει ο Θεός, πέφτει ο άλλος σαν το στραβό απάνω σου και σ' έκοψε στα δύο. Τώχει τίποτε ο Εγγλέζος στο μεθύσι του απάνω να σε κάνη χίλια κομμάτια; Τι τον μέλει αυτόν; Σ' έκοψε και τραβάει τη δουλειά του. Εγγλέζος είν' αυτός! Η Ουρανίτσα κατάπινε τα λόγια του Λαλεμήτρου σα φαρμάκι. Μα κάτι την έτρωγε μέσα της, νακούη κι' άλλα.

Μας έχει σφιχτά αλυσσοδεμένους το πάθος, η περασμένες τρέλλες, το μεθύσι της αγάπης. Της ψυχές μας της έχει σφραγίσει ένας κοινός πόθος, μια κοινή δίψα, κάτι που ένα χρόνο τώρα προσπάθησα να σβύσω εις άλλον έρωτα, εις ένα ευγενή έρωτα... και δεν το κατώρθωσα! Δικός μου πάντα. Τι χαρά! Κ ώ σ τ α ς. Πώς σε ποθούσα και τι υπέφερα, όταν εσυλλογιζόμουν ότι άλλος...Τι δεν έκαμα για να σε ξεχάσω.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βρε, και πού ο τοκογλύφος θαύρη χρήμα να δανείση, που κοινά θα ήνε όλα, κ' η μερίδα θάνε ίση; Μα κι'αν κλέψη θα τον πιάσουν. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τη Δήμητρα! τα είπες,—ούτε δάσκαλος που νάσουν! Για εξήγει μου και τούτο: Κι' αν κανένας πάλι βρίση από το πολύ μεθύσι, ή κι' αν κάνη με το ξύλο ταλλουνού τη ράχι μαύρη, για το πρόστιμο πού θαύρη; Χέ! 'ς αυτό θα κοκκαλώσης!

Και γιατί να μην τα κλείση τα μάτια της η κόρη, μόνο ναφήση να τηνέ σύρη το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι . . . Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει.. και ξεφώνισε από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους. . . Λιόλια μου!

Γιατί έρχεστε δω ν' αραδιάστε τα παραμύθια σας; Δίχως άλλο μεθυσμένος θάσαστε χθες βράδυ, και το κρασί σας έφερε όλα αυτά τα ονείρατα. — Αλήθεια, ναι, είμαι μεθυσμένος, και με τέτοιο ποτό που ποτέ πεια δε θα μου περάση αυτό το μεθύσι.