United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να κάμουν μετερίζι κάθε δρόμο κι αρματωμένοι να χυθούν παντού σκοτώνοντας, σκορπίζοντας τον τρόμο στα πλήθη του πιστού σου του λαού. Κι έτσι τους έφερε άγριος, αφρισμένος εδώ ίσια με το θρόνο σου μπροστά και χίμησε σαν τίγρης μανιωμένος να βάλη στο παλάτι σου φωτιά. Καλούσε το λαό να τον βοηθήση, τον έκραζε μαζί του να χυθή· δεν άφησε υψηλό να μη το βρίση και την πατρίδα αρνήθη την ιερή.

Εγώ μόνο » Ενόμιζα ότι ήμουνα « Θεός του κόσμου όλου. » Ποτέ δεν 'πήγα σ' εκκλησιά » Καιτο τζαμί καθόλου » Δεν επροσκύνησα παρά «'Σ τον κόρο καιτο φόνο.» « Ποιος άλλος απετόλμησε » Να 'βρίση το Θεό του ; » Ποιος άλλος την θρησκεία του, » Την πίστιν του να ρίξη «'Σ τους σκύλους. Καιτα φονικά, «'Σ τα αίματα να πνίξη, » Να πνίξη, τη λατρεία του » Προς τον ανώτερό του

Την αλήθεια τη λέω πάντα στα γράμματά μου, μαείναι κ' ένα μααναγκαίο κάποτες είναι να καταλάβη κανείς και με τι τρόπο την είπα. Και για να καταφέρη κανείς να γράψη εκείνο που θέλει να γράψη κι όχι άλλο, να πη την αλήθεια χωρίς να βρίση έναν άθρωπο που σου χαρίζει το βιβλίο του, μα και να του δώση να καταλάβη πως το βιβλίο δεν αξίζει και πολύ, είναι κάμποση δουλειά και κόπος.

Δεν έκανε καλά. Να βρίση νοικοκυρά γυναίκα. Πού ακούστηκε; Να την πη στρίγγλα! Του Καπετάν Λαλεχού του ανέβηκαν τα αίματα στο κεφάλι. Αργούσε να τον πιάση, μα σαν τον έπιανε το μπουρί ο Θεός φυλάξοι. — Εσύ βρε έβρισες τη γυναίκα μου; Και γούρλωσε τα μάτια του. — Ας μη μ' έβριζε κι' αυτή! είπε ο Μαθιός κ' έκαμε να φύγη. — Πού πας, βρε χαμάλη, μπεκρούλιακα!...

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βρε, και πού ο τοκογλύφος θαύρη χρήμα να δανείση, που κοινά θα ήνε όλα, κ' η μερίδα θάνε ίση; Μα κι'αν κλέψη θα τον πιάσουν. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τη Δήμητρα! τα είπες,—ούτε δάσκαλος που νάσουν! Για εξήγει μου και τούτο: Κι' αν κανένας πάλι βρίση από το πολύ μεθύσι, ή κι' αν κάνη με το ξύλο ταλλουνού τη ράχι μαύρη, για το πρόστιμο πού θαύρη; Χέ! 'ς αυτό θα κοκκαλώσης!

Θα κωλοσυρθή τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίση αντίς να καλησπερίση, θα ξεράση αντίς να φάη, και θαποκοιμηθή αντίς να συλλογιστή πως τέτοια χέρια που τάφτειαξε η φύσις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι. Μη μου λες πως τα μεγαλώνω.

Όχι! ... όχι!... εφώναξε ο Περαχώρας, κινώντας το κεφάλι του αρνητικά· μην το λέτε αυτό· δεν κάνει να το λέτε. — Είνε ασέβεια, εψιθύρισε ο Γκενεβέζος. Ο Αριστόδημος έμενε ακίνητος με μάτια γουρλωμένα σα να είχε πάθει αποπληξία. Η αγανάχτηση που έβραζε στα στήθη του έκανε κατακόκκινο το σύζαρο πρόσωπο του. Ήθελε να βρίση, ν' αναθεματίση τον αδερφό του για τον άπρεπο λόγο που ξεστόμισε.

Ο βάρβαρος θα σε γελάση και θα σε βρίση, όμως στον γλυστερό πηλό θε να πατήση όταν εσένα ο αστράγαλός σου θάνε από χαλκό. Θα σηκώσης τον Λυαίο και θα τον σκάσης κάτω σαν ασκό. Των μπράτσων του τα νεύρα θα λυθούνε. 'Μέρα χαρωπή! Η δόξα του Χριστού μας θάν' μεγάλη κι' ιστορική θα μείνη τούτ' η πάλη. Τότε τα μάτια σου πειο χαρωπά από τα κεράσια τα νωπά θα λάμψουν.