United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ταχύ δε ξημερώνοντας επήγεν ο γέρων να τους εύρη και τους είπεν· ιδού που εσείς δεν είσθε μοναχά δυστυχείς· ήκουσα σήμερον ότι ήλθεν ένας αποστολάτορας από τον Βασιλέα Κασμίρ με ορισμόν ότι αν ήθελεν ευρεθή εδώ ο Χάνης των Νογκίδων με την φαμηλιάν του να τον πιάσουν, και να τον φυλακώσουν, επειδή έφυγεν από την επαρχίαν του.

Κι' απ' το καστρί όταν άκουσαν κοντά στα βόδια αντάρα 530 σα δικαζόντουσαν μπροστά στους γέρους καθισμένοι, πηδούν στ' αμάξια μέσα εφτύς και τρέχουν ναν τους πιάσουν. Κι' όταν σε λίγο ζύγωσαν, παράταξαν τους λόχους κοντά στην ακρορεματιά, και πιάνουν στέρια μάχη κι' ένας τον άλλον κάρφωνε με το χαλκένιο τ' όπλο.

Η Ζεμπρούδα δεν έλειπε καθημερινώς να έρχεται να με βλέπη και να χαίρεται, και τέλος πάντων επιθυμώντας διά να με έχη εις την εξουσίαν της, επρόσταξε τους κυνηγούς διά να κάμουν κάθε τρόπον να με πιάσουν. Εγώ αυτοθελήτως εμπήκα εις τα βρόχια, και πιάνοντάς με μέ έφεραν εις την Ζεμπούδαν.

Πριν πιάσουν οι ζέστες, και έπειτα το φθινόπωρο είναι ωραία στη σκιά εκεί πάνω! Και τη νύχτα; Το φεγγάρι μας κρατά συντροφιά σαν νύφη και τα καρπούζια εδώ κάτω στο περιβόλι μοιάζουν τότε σαν κρυστάλλινες φούσκες.» «Ναι, καμιά φορά θα έρθω», υποσχέθηκε ο Τζατσίντο κατεβαίνοντας με σβελτάδα από το ποδήλατο σαν πουλί.

Και μην έχοντας πόρεψη στους ξένους εκείνους τόπους, στέλνουν πρεσβεία του Βάλεντα με παρακάλια να τους αφήση να περάσουν το Δούναβη και να πιάσουν τις ρημωμένες χώρες της Βουλγαρίας και της Θράκης. Κλαίγοντας τούταζαν πως θα μείνουν πιστοί του υπήκοοι και πως θα τονέ διαφεντεύουνε μάλιστα κι από τους Ούννους.

Ο Σουλτάνος εστοχάσθη με δίκαιον τρόπον, ότι με την ιδίαν δύναμιν, που αρπάχθη η θυγατέρα του, αρπάχθη και ο Χασάν από τον θάνατον, διά το οποίον αγρίεψε πολλά περισσότερον από το πρώτον και ευθύς επρόσταξεν ότι να υπάγουν να πιάσουν τους ανθρώπους του απεσταλμένου να τους θανατώσουν, διά να ξεθυμάνη την οργήν του.

Κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του «Ωχού, τι θα γενώ; Ντροπής αν τραβηχτώ από δείλια στον όχλο ομπρός· χειρότερα, αν πάλι εδώ με πιάσουν 405 μονάχο, αφού το φόβισε το πλήθος τ' άλλο ο Δίας.

Η Λιόλια είχε κρυφτή πίσω απ’ το κρεββάτι και βαστούσε το πρόσωπό της μες τα χέρια της. . . Τέτοια λέγανε-στα μάτια μου!-όχι θα μου πουν εμένα!. . . Αμ αυτές έχουνε βγάλει μπυοφύτη απ’ τη σκασίλα τους που δεν ξεψυχούσε μιαν ώρα αρχύτερα η σχωρεμένη για να πιάσουν το παλληκάρι στα βρόχια τους κι ολημερίς άναβαν κεριά-να μην δω καλή μέρα! ξέρω 'γώ τι σου λέω: τάξερε κ' η δυστυχισμένη, μου τάλεγε μια μέρα με την ψυχή στα χείλη. . . Ω, συφορά!

Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, και στο σπίτι του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύοτρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν.

Ο μυλωθρός ήτο πλούσιος, και αυτός ο πλούτος ανέβαζε την Μπαμπέττα πολύ υψηλά, που ήτο δύσκολον να την πιάσουν. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσον υψηλά, που να μη ημπορή κανείς να το φθάση. Αρκεί να σκαρφαλώση. Και να πέση κανείς δεν μπορεί, αν δεν το σκεφθή. Την διδασκαλίαν αυτήν την είχε ο Ρούντυ από το σπίτι του.