United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χωρίς να περιμένη κυνηγούς και λαγωνικά, ο Βασιλιάς Μάρκος βάρεσε τ' άλογο για το Τινταγκέλ. Ανέβηκε τα σκαλιά της αιθούσης, κ' η Βασίλισσα άκουσε τα βιαστικά βήματά του ν' αντηχούν στης πλάκες. Σηκώθηκε, πήγε να τον συναντήση, του πήρε τάρματα, τούλυσε το σπαθί καθώς συνήθιζε, και υποκλίθηκε ως τα πόδια του.

Τότε ένας από τους κυνηγούς πλησιάζοντας εις εμέ και βλέποντάς με, πρώτον εφοβήθη και έμεινεν εκστατικός να ιδή τοιούτον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν φορτωμένον δηλαδή με το κρέας εις την φωλεάν του αετού, και λαμβάνοντας ύστερα θάρρος, αντί να μ' ερωτήση τις ήμουν, ή πώς ευρέθην εκεί, άρχισε με φωνές υβριστικές και φοβερισμούς να μου λέγη, τι γυρεύεις εδώ; ήλθες να μου κλέψης το κυνήγι.

Μα μιαν αβγή ο Μελέαγρος το σκότωσε, ένας γιος του, τι έμασε κυνηγούς πολλούς από 'να πλήθος χώρες και σκύλους· τι άντρες λιγοστοί πού ναν το κάνουν ζάφτι! 545 τέτιο θεριό 'ταν, κι' έστειλε πολλές ψυχές στον τάφο. Βάζει για αφτό τότε η θεά διχόνια αναμπουμπούλα, για του θεριού την κεφαλή και το τριχάτο δέρμα, κι' εφτύς Κουρήτες κι' Αιτωλοί σ' αρχίζουν το κοντάρι.

Ήτο ο δεινότερος και ο ευτυχέστερος όλων. Διαρκώς η βολή του επετύγχανε μέσα το μαύρο σημάδι. — Ποίος είναι τέλος πάντων ο ξένος νεαρός κυνηγός; ηρώτων. — Ομιλεί τα Γαλλικά, που ομιλούμεν εις το καντόνιον Βαλαί. Εννοεί εν τούτοις πολύ καλά τα Γερμανικά μας, έλεγον μερικοί. — Ως παιδί είχε ζήσει περί το Γκρίντελβαλτ, εγνώριζε κάποιος από τους κυνηγούς. Και ήτο γεμάτος ζωήν αυτός ο νεαρός ξένος.

Η Ζεμπρούδα δεν έλειπε καθημερινώς να έρχεται να με βλέπη και να χαίρεται, και τέλος πάντων επιθυμώντας διά να με έχη εις την εξουσίαν της, επρόσταξε τους κυνηγούς διά να κάμουν κάθε τρόπον να με πιάσουν. Εγώ αυτοθελήτως εμπήκα εις τα βρόχια, και πιάνοντάς με μέ έφεραν εις την Ζεμπούδαν.

Τον επήγαν μπροστά στο Βασιληά. «Μεγαλειότατε, είπεν ο μάγος, διατάχτε τους κυνηγούς σας νάχουν έτοιμα τα λαγωνικά και να σελλώσουν τάλογα. Πέστε ότι εφτά μέρες κ' εφτά νύχτες θα λείψετε στο δάσος για κυνήγι, και να με κρεμάστε από της διχάλες, αν απόψε κι' όλα δεν ακούστε τι λόγια λέει ο Τριστάνος στη Βασίλισσα». Έτσι κ' έκανε ο Βασιληάς, αν και όχι με την καρδιά του.

Έδωσε στους σκύλους την καρδιά, και τάντερα, κι' έδειξε στους κυνηγούς πώς πρέπει να γίνεται με τη σάλπιγγα η πρόσκλησις και το τάισμα των σκυλιών. Έπειτα έβαλε απάνω σε διχάλες τα καλοκομμένα κομμάτια τον ελαφιού και τάδωσε στους κυνηγούς: Στον ένα το κεφάλι, στον άλλο τα πισινά και τα μεγάλα φιλέτα, σ' άλλους τους ώμους, σ' άλλους τα μπούτια, και σ' άλλον τα πόδια.

Τι είπα δα εγώ πως οι Αργίτες 165 δε θα βαστάξουν την ορμή και τ' άπιαστά μας χέρια· μα τώρα αφτοί σα μέλισσες, που απάς στο μονοπάτι — ή σφήκες παρδαλόκορμεςφωλιάζουν, μηδ' αφίνουν στιγμή τις βαθουλές φωλιές, μον στέκουν και κεντρώνουν τους κυνηγούς τους, θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· 170 έτσι κι' αφτοί, κιας είναι διο, οχ το πορτί δε θέλουν να τραβηχτούν, πριν πέσουνε ή πριν ξαπλώσουν άλλους

Ούτε πάλιν προς σύλληψιν ανθρώπων εις την θάλασσαν και προς ληστείαν να σας κυριεύση πόθος και να σας κάμη κυνηγούς σκληρούς και παρανόμους. Κλοπάς δε εις τους αγρούς και εις την πόλιν ας μη αξιωθή να φαντασθή ούτε ο τελευταίος. Μήτε πάλιν των πτηνών ο αγαπητός πόθος ο όχι πολύ φιλελεύθερος να καταλάβη κανένα από τους νέους.

Σαν έπεσε η νύχτα, άφησε τους κυνηγούς του στο δάσος, πήρε το νάνο πισοκάπουλα, και γύρισε στο Τινταγκέλ. Από μια είσοδο που ήξερε, μπήκε στον κήπο κι' ο νάνος τον ωδήγησε κάτω από το μεγάλο πεύκο. «Ωραίε Βασιληά, πρέπει ν' ανεβήτε στα κλαδιά αυτού του δένδρου. Πάρ'τε κει πάνω το τόξο και τα βέλη σας: ίσως σας χρειασθούν. Και ησυχάστε, δε θα περιμένετε πολύ.