United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Μεγαλειότατε, διάταξε τον ανηψιό σου να πάη αύριο την αυγή καλπασμό στο Καρδουέλ μια επιστολή σε περγαμηνή καλοσφραγισμένη με κερί, για το Βασιληά Αρθούρο. Ο Τριστάνος κοιμάται κοντά στο κρεββάτι σου. Βγε από το δωμάτιό σου την ώρα του πρώτου ύπνου, και σ' το ορκίζομαι στο Θεό και στο νόμο της Ρώμης, πώς αν αγαπάη την Ιζόλδη με τρελλή αγάπη θα θελήση να της μιλήση προτού φύγη.

Όταν οι προδότες την είδαν έτσι ωραία και τιμημένη σαν άλλοτε, ωργισμένοι, εκάλπασαν προς το Βασιληά. Κείνη την στιγμή, ένας βαρώνος, ο Αντρέ Ντενικόλ προσπαθούσε να τον πείση: «Μεγαλειότατε, κράτησε κοντά σου τον Τριστάνο. Χάρις σ' αυτόν θα εμπνέης μεγαλύτερο φόβο στους εχθρούς σου». Και, σιγά σιγά, εμαλάκωνε την καρδιά του Μάρκου.

Και ο Τριστάνος γονατίζει και ταπεινώνεται στα πόδια του. «Έλεος για τη Βασίλισσα. Γιατί αν στο παλάτι σου βρίσκεται κανείς που νάχη την τόλμη να υποστηρίξη το ψέμμα ότι την αγάπησα ποτέ μένοχο έρωτα θα μεύρη μπροστά του ολόρθο, σε κλειστό χώρο. Μεγαλειότατε, χάρι γι' αυτήν, για τόνομα του Μεγάλου Θεού». Αλλά οι τρεις βαρώνοι τον δένουν με σκοινιά, αυτόν και τη Βασίλισσα.

«Τριστάνε, λέγει ο Βασιληάς, τώρα πεια καμμιά διάψευσι δεν περνάει. Αύριο θα πεθάνετε». Του φωνάζει: «Μεγαλειότατε, χάρι ζητώ. Για τόνομα και για τα πάθη του Χριστού, Μεγαλειότατε, έλεος για μας! — Μεγαλειότατε, εκδίκησι! φωνάζουν οι προδότες. — Ωραίε θείε, δε σας ικετεύω για τον εαυτό μου.

Κι' ο Βασιληάς Μάρκος, συλλογιζότανε τα περασμένα, κ' έλεγε μέσα του: «Μεγάλη γνώσι δείχνει τούτο το σκυλί που κλαίει έτσι τον αφεντικό του. Μήπως δα υπάρχει κανείς σ' όλη την Κορνουάλλη που ναξίζη το νύχι του ΤριστάνουΤρεις βαρώνοι ήρθαν στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, διατάχτε να λύσουν τον Χουσδάν. Θα ιδούμε αν κάνη έτσι γιατί πεθυμάει τον κύριό του.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Μεγαλειότατε και Μεγαλειοτάτη, ως είμασθετην φοβερήν σας εξουσίαν, δύναται 'ς ό,τι θέλ' η σεβαστή σας χάρις, όχι να μας παρακαλή, να μας προστάζη. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ιδού, και οι δύο την υποταγήν μας και όλον τον εαυτόν μας εις τα πόδια σας με ζήλον εθέσαμ', έτοιμοιτην κάθε προσταγήν σας. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ευχαριστώ σε Ροζενκράς, κ' ευγενικέ μου συ, Γυιλδενστέρνη.

Ο Ριόλ έδωσε υπόσχεσι να πάη στη φυλακή του Δουκός Χοέλ, να του ορκισθή πάλι πίστι και τιμή, να ξαναφτιάση τα πυρπολημένα χωριά και της πολιτείες. Στη διαταγή του, η μάχη έπαψε, κι' απεμακρύνθη ο στρατός του. Όταν οι νικητές γύρισαν στο Κάρχαιξ, ο Καερδέν είπε στον πατέρα του: «Μεγαλειότατε, καλέστε τον Τριστάνο και κρατήστε τον.

Ο Μουφάκ μου έκαμε τότε μίαν μεγάλην προσκύνησιν, και μου λέγει· ω μεγαλειότατε υιέ του Βασιλέως, εγώ είμαι σκοτισμένος από την τιμήν που επιθυμάτε να κάμετε εις την θυγατέρα μου· αυτή θέλει κραχθή πολλά ευτυχισμένη εις το να είνε σκλάβα του υιού του Βασιλέως. Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου εις ετούτα τα λόγια, εις τα οποία εγώ δεν ήξευρα τι να του αποκριθώ και τι να ομιλήσω.

Την πήρε στα χέρια του και την εφίλησε γλυκά. Λίγο-λίγο πήρε κουράγιο εκείνη. «Φίλη, ω φίλη, τι σε βασανίζει έτσι; — Φοβάμαι, Μεγαλειότατε. Σας είδα τόσο θυμωμένο. — Ναι, γύριζα θυμωμένος απ' αυτό το κυνήγι. — Α! Μεγαλειότατε, αν σας λύπησαν οι κυνηγοί, αξίζει τάχα να τα πέρνετε τόσο κατάκαρδα αυτά τα πράγματαΓέλασε ο Μάρκος μ' αυτή την κουβέντα. «Όχι, φίλη, δεν με θύμωσαν οι κυνηγοί μου.

Πώς τα επιθυμείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέη η Μεγαλειότη σου, καλλίτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθή δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις. Μεγαλειότατε, μια φορά είταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα.