United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μαργή εστράφη προς τα οπίσω διά να φύγη, αλλ' ο βραχίων του Μανώλη εξετάθη προ αυτής ως φράκτης ανυπέρβατος. — Δε μ' αγαπάς λίγο-λίγο; αι Μαρούλι, δε μ' αγαπάς μια σταλιά; Τότε πλέον η Μαργή έγινεν έξω φρενών και ελησμόνησε και την εξομολόγησιν και την μετάληψιν και την κόλασιν.

Την πήρε στα χέρια του και την εφίλησε γλυκά. Λίγο-λίγο πήρε κουράγιο εκείνη. «Φίλη, ω φίλη, τι σε βασανίζει έτσι; — Φοβάμαι, Μεγαλειότατε. Σας είδα τόσο θυμωμένο. — Ναι, γύριζα θυμωμένος απ' αυτό το κυνήγι. — Α! Μεγαλειότατε, αν σας λύπησαν οι κυνηγοί, αξίζει τάχα να τα πέρνετε τόσο κατάκαρδα αυτά τα πράγματαΓέλασε ο Μάρκος μ' αυτή την κουβέντα. «Όχι, φίλη, δεν με θύμωσαν οι κυνηγοί μου.

Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η συντροφιά βρίσκονταν τρεις ώρες μακρυά από τα Γιάννινα. Είταν Αύγουστος μήνας και το νυχτοπερπάτημα πλειο ευχάριστο. Από λίγο-λίγο ο ήλιος καταίβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του Μακρυαλέξη, σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη.

Ο ουρανός λίγο-λίγο θολόνονταν πλειότερο, άστρο κανένα δεν έφεγγε ψηλά του κι' ο Βοριάς άρχισε να φυσάη πολύ δυνατά. Το Μικρό Χωριό, αφού δείπνησε και &σιλάρωσε& τα ζωοπράμματά του, έκλεισε τες θύρες του και τα παράθυρά του κι' ετοιμάστηκε να κλείση τα μάτια του και να ριχτή στην αγκαλιά του ύπνου, όσο που να βαρέση το πρωινό ο παπάς το σήμαντρο της εκκλησιάς.

Αλλ' αν είχε και χίλιες δραχμές, θα ηδύνατο να κερδίζη περισσότερα, διότι δεν θα ηγόραζε το ρώμι μποκάλι-μποκάλι από τον κυρ Κωνσταντή, όστις έβγαζε το ένα άλλο ένα, και το ενέρονε τόσον ώστε να μη σηκόνη άλλο νερό πλέον· θα παρήγγελλε βαρέλι εις την Χαλκίδα, και θα είχε και αυτός τότε κάτι τι εις το καφενείον του. «Λίγο-λίγο» έλεγε, «έτσι έκαμαν όλοι τους παράδες και τα μαγαζειά

Κ' εκέρασε πρώτα-πρώτα αυτός τους ναύτας από ένα τσίπουρο της πατρίδος του, της αμπέλου του ευώδες ποτόν, για να τους βάλη, ως έλεγε, λίγο-λίγοτο δουζένι . Και ούτω πράγματι ήρχισαν να ψάλλωσιν οι ναύται κάτω το άσμα των Χριστουγέννων μετά πόνου βιαζόμενοι να λησμονούν την πατρίδα και τας οικίας των, συνηθισμένοι εις τας αποδημίας.