United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εύρε δε δειπνούντας αληθώς τους οικείους του, ότε αργά επανήλθεν οίκαδε, κατάκοπος από τετραώρου σφαιριστηρίου, το οποίον είχε παίξει εις μικρόν τι καφενείον της Νεαπόλεως. Παρετήρησεν ευχαρίστως, ότι πάντων τα πρόσωπα ήσαν ιλαρά, και εκάθισεν εις την τράπεζαν, ευλογών ενδομύχως την θείαν πρόνοιαν, ότι ουδεμία ηπείλει την κεφαλήν του καταιγίς.

Ούτε Αγάς υπήρχεν εις το χωρίον, ούτε φρουρά, ώστε οι χωρικοί έζων κάπως ανετώτερον, προσπαθούντες εν τη ησυχία της σήμερον να λησμονήσωσι τα βάσανα της χθες και τους ενδεχομένους της αύριον κινδύνους. Η πρόθεσίς μου ήτο να διατρίψωμεν δύο ή τρεις ημέρας εις Νεοχώρι, όπως εκεί ωριμάσω τα σχέδιά μου, αλλ' έμαθα εις το καφενείον είδησιν, η οποία ήλλαξε την απόφασίν μου.

Ότε απέβην εις την παρά τον αιγιαλόν μικράν πλατείαν, ήτο ήδη νυξ. Δεν είχα πού να ζητήσω φιλοξενίαν. Εκεί επί της πλατείας είδα καφενείον ανοικτόν. Εζήτησα και έλαβα την άδειαν να διανυκτερεύσω εντός αυτού, και κατέλαβα εις το βάθος του μίαν σανίδα, αποτελούσαν κάθισμα, δια να κοιμηθώ.

Αλλ' ο Σαϊτονικολής, απωθήσας την σύζυγόν του, τον επρόφθασε, πριν να διασκελίση το κατώφλιον, και του κατέφερε δυνατόν κτύπημα. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε πάλιν και τον εκράτησεν αναφωνούσα: «Για όνομα του Θεού, Νικολιό, το παιδί σου θα σκοτώσηςΚαι ούτω έδωκε καιρόν εις τον Μανώλην να σωθή από την πατρικήν οργήν. Ο Μανώλης κατέφυγεν εις το καφενείον του, διά να κοιμηθή εκεί.

Την νύκτα οι χωροφύλακες καθήμενοι αργά εις το καφενείον του τον ήκουον συχνά ν' αναστενάζη, και καμμιά φορά τον έβλεπον να σπογγίζη τα μάτια του με ένα ωραίο μανδήλι, δώρον του Χρυσού.

Ημίσειαν ώραν μετά την επιβίβασιν των δύο φυγάδων, είχε την δυσαρέσκειαν να μάθη ότι «το Λιαλιώ του» δεν ήτο πλέον οίκοι. Εις το καφενείον όπου εκάθητο, ζωηρώς συζητών πολιτικά, με την μακράν του τσιμπούκαν ακοίμητον καπνίζουσαν πέραν της πλατείας βράκας του, δεκαετές παιδίον εισελθόν, ανυπόδητον, με υποκάμισον ραβδωτόν και περισκελίδα ομοίαν, είπε·Μπάρμπα, η γ'ναίκά σ' έφ'κει.

Μόλις ο Λάμπρος ο Βατούλας και δύο ή τρεις άλλοι συμβοηθοί του κατώρθουν να σύρωσι δέκα ή δώδεκα εκλογείς προς το καφενείον, και μετ' ολίγα λεπτά οι προσήλωτοι αντί να αυξήσωσιν ωλιγόστευαν, διότι ο είς επροφασίζετο ότι «θέλει να πάη ως το σπίτι για δουλειά, ως ότου να πης κρεμμύδι έφθασε», ο άλλος εξεκλέπτετο χωρίς να είπη τίποτε κ' έφευγεν από την άλλην πόρταν, διότι το καφενείον είχε δύο θύρας, την μίαν προς την αγοράν, την άλλην προς την συνοικίαν.

Την ημέραν του καλού της ερχομού, ο κυρ-Μοναχάκης έκαμε μεγάλην χαράν εις τους φίλους του, αλλ' από της επαύριον έπαυσε να δέχηται κατ' οίκον. Και τούτο ουδέν το παράξενον είχε, καθότι αυτός μάλιστα ουδέποτε ευρίσκετο κατ' οίκον. Ήτο ή εις το γραφείον του ή εις το καφενείον.

Αλλά το καφενείον ήτο πλήρες ανθρώπων ορθίων και καθημένων, ων οι περισσεύοντες απέφρασσον και τας εισόδους, κατέκλυζον δε και αυτό το πεζοδρόμιον. Μη εννοών πόθεν και πώς τοσούτω πυκνόν το πρωινόν εκείνο σμήνος των αέργων, μόλις κατώρθωσε να εύρη θέσιν εγγύς ενός τραπεζίου, και πολλάκις ζητήσας, να λάβη τέλος τον β α ρ ύ ν και γ λ υ κ ύ ν, ον από τριάκοντα ήδη ετών μάτην επόθει η καρδία του.

Έφθασεν ασθμαίνων υπό την οικίαν του πλοιάρχου της σκούνας, και σταθείς υπό τον εξώστην, όπου έβλεπε την θύραν ανοικτήν, και άφθονα φώτα εις τον θάλαμον, ήρχισε να φωνάζη με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του·Μπάρμπα! πήρανε τ' βάρκα! Ο Βασίλης δεν είχε την τόλμην να εισέλθη εις το καφενείον πριν, όπως δώση την είδησιν εις τον κυρ-Μοναχάκην.