United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου. — Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη. Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα.

Ήτο αστραπή συγχρόνως και κεραυνός. Ήκουσα μόνον κλειομένην παταγωδώς την θύραν του μαγειρείου, και είδα συγχρόνως τον γάτου σφαδάζοντα εν μέσω των ηρακλείων χειρών της μεγαίρας. Τον εκράτει από των οπισθίων του ποδών και κατέφερε ταχεία την κεφαλήν του επί το πλακοστρώτον του μαγειρείου.

Αλλ' ο Σαϊτονικολής, απωθήσας την σύζυγόν του, τον επρόφθασε, πριν να διασκελίση το κατώφλιον, και του κατέφερε δυνατόν κτύπημα. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε πάλιν και τον εκράτησεν αναφωνούσα: «Για όνομα του Θεού, Νικολιό, το παιδί σου θα σκοτώσηςΚαι ούτω έδωκε καιρόν εις τον Μανώλην να σωθή από την πατρικήν οργήν. Ο Μανώλης κατέφυγεν εις το καφενείον του, διά να κοιμηθή εκεί.

Την αυτήν εσπέραν ο Πρωτόγυφτος και ο συνοδοιπόρος του επανήλθον εκ της εκδρομής των. Η Γύφτισσα ετόλμησε να ερωτήση τον σύζυγόν της πού είχε μεταβή και διατί δεν ανήγγειλε προς αυτήν ουδέν περί της απουσίας του. Ο Πρωτόγυφτος ήρπασε την πρώτην πυράγραν, ην εύρε προχειροτέραν, και τη κατέφερε πληγάς. Ο Βούγκος σπεύσας εκράτησε την χείρα του πατρός του. — Διατί την δέρνεις, πατέρα; είπε.

Συγχρόνως δε με την σκέψιν της αυτήν η Σμάλτω κατέφερε με πάθος τον πόδα επί της φλογέρας και την έθραυσεν. — Να! είπε χαιρεκάκως, ρίπτουσα τα τεμάχια αυτής προ του βοσκού. — Μη τη φλογέρα μου εφώναξεν ούτος με πόνον γιατί την σπας; — Για να μη χάση κι' άλλαις· απήντησεν η Σμάλτω επισήμως.

Αλλά και πάλιν το ζώον δεν εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι- Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν.

Άμα τους είδεν εκείνος κατέφερε τελευταίον γρονθοκόπημα κατά της κεφαλής εκείνης και εν ριπή οφθαλμού επέπεσε κατά του Βινικίου ως άγριον θηρίον. — Εχάθηκα! εσκέφθη ο νεαρός Πατρίκιος.

Την τελευταίαν στιγμήν καθ' ην ο Σκούντας κατέφερε τον σφοδρόν εκείνον κτύπον κατά του γέροντος πυλωρού, η Αϊμά εκ του κινήματός του υπώπτευσε πάλιν ότι δεν ήτο ο Μάχτος. Αλλ' όμως δεν επεθύμει πλέον να επανέλθη εις την ειρκτήν της, και απεφάσισε νακολουθήση καρτερικώς την τύχην της, όπου έμελλε να την οδηγήση αύτη. Υπέρ βωμών και εστιών.

Όταν δε το κήτος επήρχετο πολύ φοβερόν διά να καταπίη την Ανδρομέδαν, ο νέος διά μεν της μιας χειρός του κατέφερε την σπάθην, διά δε της άλλης επιδεικνύων την Γοργόνα το απελίθωσε• και το κήτος απέθανε και απελιθώθη συγχρόνως, άμα είδε την Μέδουσαν.