United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις ήτο συγκεκινημένος και αι κνήμαι του έτρεμον υπό τον μανδύαν του τον σφιγκτόν εις την οσφύν. Σιγή υπεδέχθη τους λόγους του· κατόπιν, ως διά να προλάβη απάντησιν δυσμενή, εξηκολούθησεν: — Ηξεύρω ποία είναι τα εμπόδια, αλλά την αγαπώ ως την κόρην των οφθαλμών μου και μολονότι δεν είμαι ακόμη Χριστιανός, δεν είμαι εχθρός σας, ούτε εχθρός του Χριστού.

Έτρεξεν εκείνο φτερό στην κάμαρη· άναψε τα δύο κεριά εμπρός στο ασημοντυμένο εικόνισμα του αγίου μας. — Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μου γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάρομε σήμερα ή χανόμαστε. Αγκάλιασα ευθύς το κατάρτι κ' έφτασα επάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! Τι να ιδώ, τι να παραγγείλω κάτω; Ούτε την άκρη του μπαστουνιού δεν εξεχώριζα.

Αλλά βεβαίως, εάν υπάρχη απλή κρίσις και όχι επιστήμη, ούτε ισχυρά γνώμη δια να αντιτείνη, αλλά ήπια, καθώς συμβαίνει εις τους διστάζοντας, τότε συγχωρείται το να μη εμμένη εις αυτάς απέναντι σφοδρών επιθυμιών. Αλλά δια την μοχθηρίαν δεν υπάρχει συγγνώμη, ούτε διά κανέν από τα άλλα τα αξιοκατάκριτα. Τότε λοιπόν ίσως μόνον όταν αντιτείνη η φρόνησις υπάρχει ακράτεια, διότι αυτή είναι πολύ ισχυρά.

Τότε λοιπόν δεν θα επεθύμει ομοίως και ο νομοθέτης; Αμέ τι; Αλλ' άραγε δεν θέτει ίσως όλους τους νόμους ο καθείς χάριν του καλλιτέρου; Πώς όχι; Βεβαίως όμως το καλλίτερον δεν είναι ούτε ο πόλεμος ούτε η στάσις, είναι δε απευκταίον να γίνη ανάγκη αυτών, αλλά η ειρήνη και η φιλοφροσύνη μεταξύ των.

Φεύγοντας ο παπάς, μάννα και γυιός γύρισαν και κάθησαν στο κατάφορτο τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάννα, ούτε το παιδί έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που είταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια Χριστούγεννα, κι' άλλους τόσους Άη-Βασίληδες, κι' άλλες τόσες Λαμπρές, κι' άλλους τόσους Άη-Γεώργηδες....-Είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά, είκοσι πέντε χρόνια μάρα και θλίψη, και δάκρυα και κακολογίες δεν είταν μικρό πράμμα για την καημένη την Τασιούλαινα... Είκοσι χρονών είταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλληκάρι είκοσι πέντε χρονών, και δυο-τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι' από τότε ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά... Όταν γέννησε το Γεωργάκη της ο κόσμος λογάριαζαν στα δάχτυλα τους μήνες,.... αλλά δεν έβγαζαν εκείνο πούθελαν, γιατί είταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας είχε φύγει ο Τασιούλας, κι' ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά είταν και παράειταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο με τα μαλλιά μια παλάμη μακρυά στο κεφάλι του.

Εξακολούθησε την ομιλίαν σου! — Τι να ειπώ, αδελφέ; Μου έκοψες τας ιδέας μου. — Λοιπόν απάγγειλε. — Ν' απαγγείλω!... Τι ν' απαγγείλω; — Ό,τι θέλεις! Την Ιλιάδα. — Δεν μου έρχεται ούτε στίχος εις τον νουν. — Ειπέ το Πιστεύω, ειπέ ό,τι θέλεις, αλλά μη σιωπάς!

Διά την ένοχον τοιαύτης επιβουλής ούτε συγγνώμη δύναται να υπάρξη ούτε καν επιτρέπεται οίκτος.

Φρονώ τοιαύται, ώστε, εάν κανείς δεν εκτελέση αυτάς ούτε τας μάθη, διόλου δεν είναι δυνατόν να γίνη θεός μεταξύ των ανθρώπων, ούτε δαίμων ούτε ήρως, ώστε να ημπορή να φροντίζη σοβαρώς διά τους ανθρώπους.

Ισχυρίζετο δε ότι η παραγωγή της λέξεως δεν είνε εκ του αβαρία, καθόσον τότε θα ήτο Αβαριάδης, ούτε εκ του αβαρής δύναται να είνε, διότι δεν δύναται να φαντασθή τις υποψήφιον βουλευτήν, όστις να μην έχη την απαιτουμένην βαρύτητα. Ο κ.

42. « Ούτε τους προτείναντας την δευτέραν περί των Μυτιληναίων διάσκεψιν κατηγορώ, ούτε επαινώ εκείνους, που επικρίνουν την επανειλημμένην σύσκεψιν περί των σπουδαιοτάτων υποθέσεων· νομίζω δε ότι δύο πράγματα είναι εναντιώτατα εις την καλήν σκέψιν, η ταχύτης και η οργή, εκ των οποίων η μεν προέρχεται από ανοησίαν, η δε από την αγροικίαν και την μετριότητα του νου.