United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφηρμόζετο πιστά, πιστότατα εις τον θάνατον του γέρω Γκόρα· ήτο ακριβής έκθεσις της διαθήκης του. Ο Μάρτης εμειδίασε χαιρεκάκως ενθυμηθείς την γρηά Γαλανήν. Επειδή δε ανέμενε την κατάστασιν αυτήν του Φλεβάρη, όστις με δύο τρία ποτήρια ακόμη θα έπιπτεν αμέσως από της ευθυμίας εις τελείαν μέθην, εις αποκτήνωσιν, έπαυσε να τον κερνά και είπε: — Εγώ, ξέρεις πως σ' αγαπώ 'σαν τα 'μάτια μου.

Θες να κουζουλαθώ; της έλεγεν. Αυτό θες; Δε μ' αγαπάς· άνε μαγάπας δε θα μεβασάνιζες ετσά. — Εγώ δε σ' αγαπώ; έλεγεν η Πηγή, έτοιμη να δακρύση. Μα είντα να σου κάμω; Ο Μανώλης επείσμωνε και ήρχισε να σκέπτεται σοβαρώς να την απαγάγη διά της βίας. Η ρωμαλέα κατασκευή της Πηγής δεν ήτο ενθαρρυντική διά τοιαύτην επιχείρησιν. Οι βραχίονές της ηδύναντο ν' αντιτάξουν πολύ μεγάλην αντίστασιν.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Αυθέντα μου, οι δούλοι σου, ό,τι καλόν κι' αν έχουν, ανθρώπους, χρήματα, παιδιά, και την ζωήν ακόμη, τα έχουν εις την θέλησιν και την διάθεσίν σου και δεν σου δίδουν μ' όλ' αυτά παρ' ό,τι σου ανήκει. ΔΩΓΚΑΝ Πηγαίνομεν να εύρωμεν λοιπόν τον σύζυγόν σου. Τον αγαπώ παραπολύ κι' ούτε ποτέ θα παύση η εύνοιά μου προς αυτόν! Οδήγησέ μ' αν θέλης. Εν τω μεγάρω του ΜΑΚΒΕΘ. Δούλοι και δαυλοί.

Καθώς εσύ να λείψης, δεν έχω πλιο καρδιά· Κι' αν η καρδιά μου μένη, δεν έχω τα κλειδιά. Εσύ είσαι της ζωής μου το τέλος κι' η αρχή. Γιατί είσαι της καρδιάς μου το αίμα κι' η ψυχή. Και ζιώ στον κόσμο μόνον εσένα ν' αγαπώ, Μον' πόσο! δεν είν' τρόπος ποτέ να το ειπώ.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αν ο πατέρας μου δε θέλη να μου δώση σύζυγο της αρεσκείας μου, θα τον εξορκίσω τουλάχιστον να μη μ' αναγκάση να πάρω έναν που δε θα μπορέσω ν' αγαπήσω ποτέ μου. ΑΡΓΓΑΝ Σας ζητώ συγγνώμην, κύριοι, γι' αυτά όλα. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Καθεμιά που παντρεύεται έχει και ένα σκοπό. Ο σκοπός ο δικός μου είνε να βρω ένα σύζυγο που να τον αγαπώ αληθινά και να του αφιερώσω ολόκληρη τη ζωή μου.

Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήριτο χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.

Δεν έπρεπε να το κάμη αυτό! δεν έπρεπε να ερεθίση την φαντασία μου με αυτές τις εικόνες ουρανίας αθωότητος και ευδαιμονίας, ουδέ να εξυπνήση την καρδιά μου από τον ύπνο, εις τον οποίον αποκοιμίζει ενίοτε η αδιαφορία της ζωής! Και γιατί όχι; Εμπιστεύετε εις εμέ τόσον; ξέρει πόσον την αγαπώ! 15 Σεπτεμβρίου.

Θες να με κουζουλάνης, υγιέ μου, και μου τα λες αυτανά; Για μια ξένη, μωρέ, τυραννάς έτσα τη μάνα σου; — Δεν είνε ξένη. Με τόση αγάπη που μούχει μπορώ να τη θωρώ ξένη; Έτσα που μαγαπά την αγαπώ κ' εγώ, ετόλμησα και είπα.

Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει να είμαι τελείως ευτυχισμένος.

Αφού το απεφάσισα λοιπόν να παραιτήσω και κράτος κ' εισοδήματα και της αρχής φροντίδα, ειπήτε, θυγατέρες μου, να ιδώ από τας τρεις σας ποια μ' αγαπά πλειότερον ώστε κ' εγώ να δώσω το δώρον πλουσιώτερον εκεί, όπου αξίζει να είμαι γενναιότερος. Λοιπόν, ω Γονερίλη. η πρωτογέννητη εσύ, ομίλησε και πρώτη. ΓΟΝΕΡ. Αυθέντα, πόσον σ' αγαπώ λόγια να πω δεν έχω.