United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς το καταλαβαίνεις; ηρώτησεν ο Μπαρμπαρέζος ενώ κατεγίνετο να στρήψη τσιγάρον. — Δε θωρείς την κατσιφάρα; είπεν ο Αστρονόμος εκτείνων τον βραχίονά του προς την ομίχλην. — Αι! θωρώ τηνε. — Όλο βλάβος είνε και καλά θα κάμωμε ν' απυριάσωμε τσι φασουλιές.

Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους 1150 Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέγ, τα σημαδεύουν. Κι' αφορμής σηχνά το κάνουν, Και αυτά κακό δε βάνουν. Αμ εγώ, κυρ Γάιδαρε μου 1155 Που δεν έμαθα ποτέ μου Από όλ' αυτά κανένα, Τι καλό θωρώ για μένα;

Κι' απέρασα όσο πώφεξε οχ τα γουρλιάσματά τους 395 Με πονοκέφαλον βαρύ για την αδιακρισιά τους, Και κάλλια να καθήσωμε εδώ σε ησυχία, Να τους τηράμε από μακριά με τέλια αδιαφορία Γιατί παράξιους τους θωρώ, κι παραπελπισμένους Πολεμιστάδες δυνατούς, στρατιόταις αντριομένους. 400 Κι' αν μας ανταίσουν, βολετό ενάντια να θυμώσουν, Με τα βαριά κοντάρια τους κακά να μας λαβώσουν.

Να, είπεν επιτέλους ο Μανώλης, δε μ' αφίνουνε μούδε να πάρω την Πηγή, μούδε να τήνε θωρώ. — Αι! κεχάθηκαν η κοπελλιές; είπεν η χήρα. Τσοι Θωμαδιανούς τσοι βιλανούς θα κάθεσαι να παρακαλής εσύ απού 'σαι παρακαλετός όπου κιάνε ζητήξης; Δε σε θέλουν ένα, μη τσοι θες δέκα. Ο Μανώλης εσκέφθη επί μικρόν. Έπειτα είπε: — Ναι, μα 'γώ τήνε θέλω την Πηγή.

Σε θωρώ: απελπισμένα πώς παλεύεις με του ανέμου, της μπόρας την ορμή, ανταριάζεσαι, δέρνεσαι, αγριεύεις, αντιστέκεις, λυγίζεις την κορφή. Και μ' οργή διπλή πάλι τη σηκώνεις· σα χίλια χέρια, ανίκητο στοιχιό, τα κλαδιά μια μαζεύεις, μια τ' απλώνεις σα γίγαντας ενάντια στον εχθρό.

Ήμουνε κάτω στα λιβάδια, διηγήθη ο Καπετάνιος, και μιαν κοπανιά μέρα μεσημέρι αρχίζει κεσκοτίνιαζε ο κόσμος, κ' εγίνηκε σκότος, σαν να νύχτιασε. Ξανοίγω τον ήλιο και θωρώ μια μαύρη βούλα, και γύρου γύρου άστρα. Σαν τη νύχτα δε σάςε λέω; Κιαρχίζουν και τα βούγια να μουγκαλιούνται κοι σκύλοι να κλαίνε.

Και στέκει η Ίριδα σιμά στο γέρο, και τον κράζει σιγά λαλώντας, κι' έπιασε το γέρο ως μέσα ο τρόμος 170 «Γιε του Δαρδάνου, έλα καρδιά, μη βάνει ο νους σου φόβο. Δεν ήρθα εγώ γιατί δεινά θωρώ που σου πλακώνουν, Μον ήρθα με καλούς σκοπούς. Του Κρόνου ο γιος με στέλνει, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σε φροντίζει πάντα.

Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ' ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ' έχω κοντά μου, τώρα, που σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες. Και οι πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην ήτανε ποτέ!

Σα νίκης τρόπαιο στήνεις την κορφή σου, αγγίζοντας το μαύρον ουρανό, μα ως να φωλιάζη θλίψη στην ψυχή σου, σκοτεινιασμένο μένεις, σιωπηλό. Μόλις τολμά αεράκι να σε γγίξη, να σαλέψη στους κόρφους σου πουλί· μόνο, ως να θέλη ακόμα να σε ρίξη, το νερό κάτωθέ σου αφρομανεί. Περήφανο, βαρύ, συννεφιασμένο, μέγα δέντρο, όπως τώρα σε θωρώ, κόσμος ακέριος! μέσα σου κλεισμένο κρατείς για με μεγάλο μυστικό.

Άκουσε τον πατέρα σου κ' έβγ' απ' το σπίτι, γυιέ μου! παιδί μου!.. ε!.. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Να τος αυτός! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φίλτατε! φίλτατέ μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρ' τον λοιπόν και πήγαινε. Ωχ! ωχ! παιδί μου! να χαρώ! μ' αυτή την όψι που θωρώ! Στο μάτι σου η αττική αστράφτει πονηρία• εσύ που με κατάστρεψες, δος μου τη σωτηρία. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Και φόβο λόγου χάρι, έχεις σε τι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Στο νέο, αχ! και στο παληό φεγγάρι.