United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν κάνει ναπυριαστούμε κιοί γίδιοι για να μη μάςε πιάση το βλάβος; είπεν ο Μπαρμπαρέζος εξάγων τα «πυροβολικά του» διά να ανάψη το πελώριον τσιγάρον το οποίον είχε κατασκευάση. Εγώ αυτό θα κάμω με τον καπνό. Δεν τσ' αφίνεις, μωρέ άθρωπε, αυτές τσανεμοκουβέντες; Κάθα καλοκαίρι την ταχυνή πέφτει αυτή η καταχνιά.

Ενώ ο Μπαρμπαρέζος εγκαθιδρύετο εις τον καναπέν, ο Σμυρνιός παρουσίαζε δύο καφέδες προς τον Σαϊτονικολήν και τον υιόν του. Δεν συνέβη όμως ό,τι επερίμενε, δηλαδή να πίη διά μιας ο Μανώλης τον καφέ και να μείνη «ολοχάσκωτος», διότι το αυτό προβλέπων και ο Σαϊτονικολής του εψιθύρισεν εγκαίρως: — Ρουφιά και ρουφιά να τόνε πιής γιατί καίει. Ακούς;

Τότε είδε και ο Μπαρμπαρέζος τον Μανώλην και συνεχάρη τον πατέρα του. — Αφερίμ, κουμπάρε Νικολή. Να τόνε χαίρεσαι το γυιό. Διπλός άντρας κατασταίνεται. — Άντρας ο κύρης, άντρας κι ο γυιός, είπεν ο Σαϊτονικολής γελών. — Εφταΐδιος ο ραμετλής ο κύρης σου, κουμπάρε Νικολή.

Εσείς οι βοσκοί, είπε πάλιν ο Μπαρμπαρέζος σχεδόν με παράπονον, δεν ταγαπάτε τα γαλατερά, γιατί τάχετε κάθε μέρα και θαρρείτε πως δεν ταγαπούμε κεμείς. Και αφήσας τα γαλατερά, επανήλθεν εις την ανάμνησιν του πάππου του Μανώλη, όστις είχε φονευθή κατά την μεγάλην επανάστασιν. Του έπλεξε δε υπερβολικόν εγκώμιον, παρασκευάζων διά πλαγίας κολακείας επιδρομήν εις τον πλούσιον οίκον τον Σαϊτονικολή.

Οι δε άλλοι επέστρεψαν εις το σπίτι, όπου τα συγχαρητήρια και το θέαμα της πλουσίας τραπέζης διεσκέδασαν την ψυχρότητα του δυσαρέστου επεισοδίου. Ο Μπαρμπαρέζος, χωρίς να χρονοτριβή εις πολλά φιλοφρονήματα, εκάθησε και προ του παπά ακόμη εις την τράπεζαν εκάλει δε και τους άλλους, ως οικοδεσπότης, να χαμηλώσουν.

Τότε ο ιερεύς απεφάσισε και έκαμε και τας δύο άλλας καταδύσεις, βαπτίζων «την δούλην του Θεού Αγλαΐαν». O Μπαρμπαρέζος, όστις δεν έλειπεν από την εκκλησίαν, οσάκις την ιεροτελεστίαν επηκολούθει γεύμα, εστέκετο πλησίον του Μουστοβασίλη και επεδοκίμασε τους λόγους του. Με αυτήν την φιλονεικίαν εκινδύνευε να κρυώση το παιδί.. . ίσως δε και το φαΐ. Δεν εχαλούσε κι ο κόσμος για τόνομα.

Ο δε Μπαρμπαρέζος, υπερθεματίζων εκ κολακείας, ωρκίσθη ότι μια στιγμή εξιππάσθηκε· ενόμισεν ότι ήκουε τον Δρακάκην τον πρωτοψάλτην του Κάστρου! Ο παπάς δεν έφθανε μέχρι τοιαύτης υπερβολής, αλλ' επί τέλους δεν εθεώρει και απαραίτητα τα γράμματα διά να γείνη ψάλτης ο Μανώλης, ήρκει να πάρη ταυτί του τους ήχους.

Και χωρίς να λογαριάζη πλέον την παρουσίαν του Μπαρμπαρέζου, προέπιεν υπέρ εκείνου όστις προωρίζετο να πραγματοποιήση τας μεγάλας ελπίδας του έθνους: — Να χαρούμε το νέο Βασιλιά! Αλλά και ο Μπαρμπαρέζοςεπί τέλους χριστιανός ήτο κι' αυτόςδεν έμεινεν ασυγκίνητος.