United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΚΔΩΦ Δειλέ δόσε τα όπλα σου και ζήσε! Γίνου θέαμα και παίγνιον του κόσμου, να σ' έχωμεν ζωγραφιστόν επάνωένα ξύλον, ως ένα τέρας σπάνιον, μ' επιγραφήν να λέγη: Κοιτάτ' εδώ, τον τύραννον ελάτε να ιδήτε! ΜΑΚΒΕΘ Όχι, δεν παραδίδομαι ν' ασπάζωμαι το χώμα όπου ο Μάλκολμ θα πατή, κι' ο όχλος να με 'βρίζη.

Ήτο δε σκηνή θορύβου. Το πολύ του λαού φαίνετο ότι ίστατο σιωπηλώς θεώμενον. Άτεγκτοι, αμάλακτοι, άσπλαγχνοι προς το θέαμα της τοσαύτης αγωνίας και προς την όψιν των οφθαλμών οίτινες ήρχισαν ν' αμαυρώνται εις θάνατον, συνέχαιρον αλλήλους παρ' αυτόν τον Σταυρόν Του, γαυριώντες και υβρίζοντες — «Άλλους έσωσεν, Εαυτόν ου δύναται σώσαι.

Επίσης εις την κριτικήν του Πολυλά επί των «Ειδώλων» απάντησις φέρει την υπογραφήν του κ. Στ. Εν λαμπρώ χαρακτηρισμώ του Κουμουνδούρου. Ένεκα τούτου θαυμάζομεν και αγαπώμεν αυτόν ως ιδιώτην· όση όμως και αν είνε η ένεκα τούτου προσωπική ημών συμπάθεια, βαρύ οπωσδήποτε αποβαίνει το θέαμα ολοκλήρου της Ελλάδος μεταβαλλομένης εις λειβάδιον κομματικής κτηνοτροφίας». «Νέον Άστυ» 9 Ιανουαρίου 1904.

Ιδέ την το άνθος που λαχτάριζες, το 'μάδησεν εκείνος· ο Χάρος κληρονόμος μου, γαμβρός μου είν' ο Χάρος Αυτός εστεφανώθηκε την κόρην μου· και τώρα θα ξεψυχήσω, κ' εις αυτόν θ' αφήσω ό,τι έχω. Και η ζωή μου και το παν ανήκουν εις τον Χάρον! ΠΑΡΗΣ Τόσον καιρόν επρόσμενα να έλθη τούτ’ η 'μέρα, κι' αυτό το θέαμα εδώ μου έμελε να φέξη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Κατηραμένη, άτυχη, πικρή και μαύρη 'μέρα!

Ως είναι προσηλωμένος όλος εις το θέαμα του κόσμου τούτου, όπου η Αρετή είναι θύμα της Κακίας και μάταιον αγωνίζεται αγώνα, ο Αμλέτος θεωρεί την ζωήν ως ζυγόν τυραννικόν, τον οποίον ο άνθρωπος, ως ον αυτεξούσιον, έχει δικαίωμα ν' αποτινάξη.

Αλλ' εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξη η σκέψις ότι κ' εγώ θ' αποθάνω. Έπειτα αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ' επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου.

Πολλάκις όμως ο κυρ-Δημάκης μετέβαινεν «εις τ' ακρογιαλά» και την νύκτα. Και τότε φοβερώτερον ήτο το θέαμα εις τους οφθαλμούς του αγραυλούντος βοσκού.

Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού με τα σπαθιά εις τα χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη επίβουλον· κάθε ένας εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση την βαρβαρότητά του, οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας είχε το πετσί του τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά μας ετσακίζονταν, και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον να τον λαβώσωμεν.

Η ημέρα ήτις είχεν αρχίσει με το μάθημα εκείνο της προσευχής της πλήρους αγάπης και εμπιστοσύνης δεν ήτο προωρισμένη να προβή ούτω γαληνίως. Ολίγαι ημέραι της ζωής Του κατά τους χρόνους εκείνους δυνατόν να παρήλθον χωρίς να έλθη εις θλιβεράν επαφήν με τα γνωρίσματα της αμαρτίας και της ταλαιπωρίας· αλλά την ημέραν εκείνην το θέαμα παρέστη ενώπιόν Του εν τη αγριωτέρα μορφή.

Και αυτή ήταν η ευχή του. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν ξαναμίλησε. Του φαινόταν πως είχε γαντζωθεί στην άκρη από το χράμι για να μην πέσει από την άλλη μεριά και πως έβλεπε από πάνω από το τοιχάκι το θέαμα του κόσμου. Και να που έρχονται ο ντον Πρέντου με τους συγγενείς για να πάρουν τη νύφη.