United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και σιώντας έρηξε το γλήγορο κοντάρι, και την πελόρια τού βαράει εφτάβοϊδή του ασπίδα, 245 άκρη άκρη απάς στην όγδοη χαλκοφτιασμένη δίπλα. Έξη περνάει ο άλιωτος χαλκός και κόφτει δίπλες, και στέκει στο στερνό πετσί.

Ο Έφις σκεφτόταν το θλιβερό σπίτι των κυράδων του, τη Νοέμι που μαραινόταν εκεί μέσα σαν το λουλούδι στο σκοτάδι…. «Πώς αδυνάτισες», του είπε η ηλικιωμένη υπηρέτρια, που έγνεθε καθισμένη κοντά στην πόρτα, «σε βασανίζουν οι πυρετοί;» «Μου ροκανίζουν τα κόκαλα, μ’ έχουν κάνει πετσί και κόκαλο.

Ντυμένοι την από πετσί λύκου προβιά του Pierre Vidal φεύγομε μπροστά στα λαγωνικά, και μες στην πανοπλία του Lancelot πηδάμε από της Βασίλισσας το Άλσος 'πάνω στο άλογο. Εψιθυρίσαμε τον έρωτά μας τον μυστικό κάτω από την κουκούλα του Abelard, και κάτω από τη λευκασμένη φορεσιά του Villon τραγουδήσαμε τη ντροπή μας.

Langtry , πιθανόν να έλεγε πως το έργο, και μόνο το έργο, είναι το παν κι όλα τάλλα είναι πετσί και τσόχα.

ΠΕΤ. Τον βλέπεις και αυτόν πώς αγρυπνά από τας φροντίδας. Κάθεται, και λογαριάζει τους τόκους και βλέπει τα δάκτυλα του πώς έχουν μείνη πετσί και κόκκαλο. Και μετ' ολίγον καιρόν θα ταφήση όλα αυτά για να γίνη βρωμούσα ή σκνίπα ή σκυλόμυγα. ΜΙΚ. Τον βλέπω τον κακομοίρη και ανόητον άνθρωπον, που και τώρα δεν ζη καλλίτερα από την βρωμούσαν ή την σκνίπαν. Πάμε τώρα εις άλλον.

Ο πατέρας μουμύρο το κύμα που τον ετύλιξεδεν είχε σκοπό να με κάμη ναυτικό. — Μακριά έλεγε· μακριά παιδί μου, από τ' άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστι· δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες· δόξασέ την· εκείνη το σκοπό της. Μην κυτάς που χαμογελά, που υπόσχεται άπειρα τα πλούτη της. Αργάγρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκκαλο, άχρηστον στον κόσμον.

Έξω βρήκα τη Δρακογιώργαινα και μούπε πως το Βαγγελιό ήτον ακόμη άρρωστη κιόλο στο χειρότερο πήγαινε. Πετσί και κόκαλο είχε γίνει, Από κείνο που μούπε η μάνα μου, ότι δεν πιάνει άθρωπος χρυσό μήλο από τα χέρια τση κιαπ' όσα μούπε η γυναίκα του Δρακογιώργη, το Βαγγελιό παρουσιαζότανε στη φαντασία μου σε θλιβερώτατη κατάσταση.

Ήταν αρκετά εύκολο στις αμμοσκεπασμένες πεδιάδες του ανεμόδαρτου Ιλίου να πετά κανείς τη σκαλισμένη σαΐτα από το έγχρωμο τόξο ή να ρίχνη απάνω σε ασπίδα από βωδινό πετσί και φλογόθωρο χαλκό το μακρύ κοντάρι με την από ξύλο μελίας λαβή.

Μα ας δούμε ελάτε μόνοι μας πιος τρόπος τώρα μένει που το νεκρό να σώσουμε και πού κι' εμείς να βγούμε απ' των οχτρών το ζώσιμο μ' ακέριο το πετσί μαςΤότες ο γιγαντένιος γιος τού λέει του Τελαμώνα 715 «Σωστά ναι λες, αδρέφι μου, κι' ελάτε γιάσου! μπάτε γλήγορα κάτου απ' το νεκρό, εσύ με το Μηριόνη, κι' έτσι από δω όξω πάρτε τον.

Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού με τα σπαθιά εις τα χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη επίβουλον· κάθε ένας εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση την βαρβαρότητά του, οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας είχε το πετσί του τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά μας ετσακίζονταν, και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον να τον λαβώσωμεν.